Κατηγορία: Σ

  • στράτα, η [‘strata]

    στράτα, η [‘strata]: δρόμος: ‘Πήρε τη στράτα για την πόλη’. [ελνστ. στράτα < λατ. strata (ενν. via) ‘στρωμένος δρόμος΄]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf, https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • στύγερος, ο [‘stiγeros]

    στύγερος, ο [‘stigeros]: το ξύλο που βρίσκεται στο κέντρο του αλωνιού. [λόγ. < αρχ. στυγερός]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • στούμπακας, ο [‘stubakas]

    στούμπακας, ο [‘stubakas]: πέτρα λεία που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για χτύπημα. [< στούμπ(ος) -ακας]. Και: https://ilialang.gr/το-στουμπί-stubi/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • στέρφος [‘sterfos]

    στέρφος, -α, -ο [‘sterfos]: στείρος: ‘Στέρφα γυναίκα. Στέρφο ζώο’. [αρχ. στέριφος με συγκ. του άτ. [i] ]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • σταχτοφούρνι, το [staxto’furni]

    σταχτοφούρνι, το [staxto’furni]: το εσωτερικό της γωνιάς ή του φούρνου. [< στάχτ(η) –ο- φούρν(ος) –ι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • στερνό, το [ste’rno]

    στερνό, το [ste’rno]: τα τελευταία χρόνια κάποιου: ‘Στο στερνό του έγινε άλλος άνθρωπος’. [< στερνός -ή -ό < μσν. υστερνός με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < υστερινός (συγκ. του άτ. [i] ) < αρχ. ὕστερ(ος) -ινός]. Και: https://ilialang.gr/στερνή-η/

  • στανιάρω [sta’ɲaro]

    στανιάρω [sta’ɲaro]: α. επανέρχομαι στην αρχική θέση: ‘Το βαρέλι στάνιαρε’ (έσφιξε από το νερό και δεν τρέχει). β. στηρίζομαι. [< ιταλ stagnare ‘σταματώ, παύω (να ρέω) – στεγανώνω’]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • στασό, το [sta’ʃo]

    στασό, το [sta’ʃo]: στάση, ξεκούραση για λίγο: ‘Δεν έχει στασό αυτός’ (δεν κάθεται ποτέ). [λόγ. < αρχ. στάσιμον].

  • σπολλάτη [spo’lati]

    σπολλάτη [spo’lati] επιφ.: συνήθ. ειρωνικά, ευχαριστώ, μπράβο, πάλι καλά! [μσν. *σπολλάτη (πρβ. μσν. πολλάτη) < φρ. εις πολλά έτη με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και αποφυγή της χασμ. (σύγκρ. στο, δες στο σε)].

  • σπορίζομαι [spo’rizome]

    σπορίζομαι [spo’rizome]: το ζώο που έχει διάρροια: ‘Σπορίστηκε το ζώο’. [σπόρ(ος) -ίζομαι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σπυραλατιστός [spiralati’stos]

    σπυραλατιστός, -ή, -ό [spiralati’stos]: το βραστό κρέας με αλάτι χοντρό. [< σπυρ(ί) + αλατ(ισμένος) –ιστός]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σπυρί, το [spi’ri]

    σπυρί, το [spi’ri]: κόκκος, κυρίως των δημητριακών: ‘Ένα σπυρί καφέ’. [μσν. σπυρί < ελνστ. *σπυρίον υποκορ. του αρχ. σπυρός, πυρός ‘κόκκος σταριού΄ (σχήμα κατεξοχήν)].

  • σταλίζω [sta’lizo]

    σταλίζω [sta’lizo]: α. οδηγώ κοπάδι, κυρίως προβάτων, σε σκιερό μέρος για μεσημεριανή ανάπαυση. β. ξεκουράζομαι το μεσημέρι κάτω από δέντρο [στάλ(ος) -ίζω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • στάλος, ο [‘stalos]

    στάλος, ο [‘stalos]: τόπος σκιερός στον οποίο αναπαύεται το κοπάδι τα μεσημέρια του καλοκαιριού. [ελνστ. στάλ(η) ‘χώρος συγκέντρωσης κοπαδιού΄ μεταπλ. σε αρσ. -ος ίσως κατά το στάβλος]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • στάμνα, η [‘stamna]

    στάμνα, η [‘stamna]: πήλινο δοχείο για νερό με στενό και κοντό λαιμό, μία ή δύο λαβές και φουσκωτή κοιλιά. [< σταμν(ί)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σπινά – σπινά [spi’na spi’na]

    σπινά – σπινά [spi’na spi’na]: χαμηλόφωνα. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σούτα, η [‘suta]

    σούτα, η [‘suta]: προβατίνα χωρίς κέρατα. Και: https://ilialang.gr/σιούτα-sjuta/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σούφρα, η [‘sufra]

    σούφρα, η [‘sufra]: α. πτυχή ή πτύχωση. β. ασθένεια μωρών κατά την οποία το δέρμα τους κιτρινίζει [μσν. σούφρα ίσως < υστλατ. *sup(p)la ‘γονυκλισία΄ < λατ. supplicare ‘ικετεύω΄]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σπάρτο, το [‘sparto]

    σπάρτο, το [‘sparto]: θάμνος με μακριούς λεπτούς κλώνους και ευωδιαστά κίτρινα άνθη, που τους χρησιμοποιούν για να κατασκευάζουν είδη καλαθοπλεκτικής, σκούπες, σκοινιά κτλ., ή για να κοσμούν δρόμους, φράχτες κτλ. [< αρχ. σπάρτον]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σπιθάρι, το [spi’θari]

    σπιθάρι, το [spi’θαρι]: κοιλότητα στους βράχους που σταματούσε το νερό. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o