Κατηγορία: Σ
-
σφάλαγγας, ο [‘sfalaŋgas]
σφάλαγγας, ο [‘sfalaŋgas]: είδος δηλητηριώδους αράχνης. [μσν. σφαλάγγι < αρχ. φαλάγγιον (ανάπτ. προτακτ. [s]]. Και: https://ilialang.gr/σφαλάγκι-το/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
σφάλαχτο, το [‘sfalaxto]
σφάλαχτο, το [‘sfalaxto]: είδος αγκαθωτού θάμνου. [ελνστ. ἀσπάλαθος]· ασπάλαθρος. Θάμνος ακανθώδης: (Pιμ. κόρ. 592 κριτ. υπ). [αρχ. ουσ. ασπάλαθος. H λ. και ο τ. και σήμ. ιδιωμ.]. Και: https://ilialang.gr/ασφαλαχτός-ο/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
συμπάω [si’bao]
συμπάω [si’bao]: α. ανακατεύω φυσώντας την φωτιά για να δυναμώσει. β. κεντάω με λόγια κάποιον για να ανάψει ο καυγάς. [< συνδαυλίζω < συ- δαυλ(ός) -ίζω· συνδ-: λόγ. επίδρ.]. Και: https://ilialang.gr/συνταυλίζω-sidavlizo/ Και: https://ilialang.gr/συνταυλάω/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
συντυχιά, η [sidi’ça]
συντυχιά, η [sidi’ça]: τυχαία συνάντηση. || σύμπτωση. [αρχ. συντυχία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
συρμαγιά, η [sirma’ʝa]
συρμαγιά, η [sirma’ʝa]: α. ο σεφτές. β. μαγιά. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
συφέρτο, το [si’ferto]
συφέρτο, το [si’ferto]: μεταλλικό σκεύος με χερούλι. [< συν + φέρ(νω) -το].
-
συγγέσιο, το [si’gesio]
συγγέσιο, το [si’gesio]: το συνοικέσιο. [λόγ. < ελνστ. συνοικέσιον ‘γάμος΄]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
συξιέμαι [si’ksieme]
συξιέμαι [si’ksieme]: επιδιώκω κάτι με ανορθόδοξο τρόπο.
-
συκοβάλλω [siko’valo]
συκοβάλλω [siko’valo]: συκοφαντώ, κακολογώ. [< συκο(φαντώ) + βάλλω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
συμμαζωτάρι, το [simazo’tari]
συμμαζωτάρι, το [simazo’tari]: (υβρ.) ο σώγαμπρος. [συμμαζώ(νω) -τάρι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
συμπολιάζω [sibo’ʎazo]
συμπολιάζω [sibo’ʎazo]: ταιριάζω. [< συ(ν) –μπόλ(ι) –ιάζω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
συμπούπουλα [si’bupula]
συμπούπουλα [si’bupula]: (επιρρ.) α. ψηλά: ‘Με σήκωσε συμπούμπουλα’. β. όλοι μαζί [ ίσως, συν- < πούπουλα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
συγγενικό, το [siŋgeni’ko]
συγγενικό, το [siŋgeni’ko]: α. νευρική κρίση: ‘Θα με βαρέσει συγγενικό’. β. προσβολή: ‘Κακό συγγενικό να σε εύρει’. γ. Φράση: ‘Κάνει συγγενικό’ κάνει κρύο. [1: αρχ. συγγενικός· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. apparenté]. Και: https://ilialang.gr/συγενικό-το/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
στρέβλα, η [‘strevla]
στρέβλα, η [‘strevla]: ξύλο που ασφαλίζει δίφυλλη πόρτα. [< στρεβλ(ός) –α]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
στρέκλα, η [‘strekla]
στρέκλα, η [‘strekla]: α. (ειρ.) για άνθρωπο κουτσό ή για κπ που χάνει την ισορροπία του. β. η αλογόμυγα. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
στριγκλιάρης [stri’gʎaris]
στριγκλιάρης, -α, -ικο [stri’gʎaris]: α. δύστροπος: ‘Τι στριγκλιάρικο παιδί είναι αυτό!’. β. ο καχεκτικός, ο αρρωστιάρης. [στριγκλι(ά) -άρης]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
στουρνάρι, το [stu’rnari]
στουρνάρι, το [stu’rnari]= 1. (λαϊκότρ.) α. τσακμακόπετρα. β. κάθε πέτρα σκληρή και αιχμηρή. || (επέκτ.) τόπος όλο στουρνάρια και αγκάθια. 2. (μτφ., οικ., μειωτ.) για άνθρωπο αμόρφωτο, άξεστο ή κουτό: Είναι ~, ο τελευταίος μαθητής στην τάξη. Tέτοιο ~ που είναι, πώς περιμένεις να καταλάβει! [ίσως < *στορυνάριον υποκορ. του ελνστ. στορύνη ‘νυστέρι΄, με επέκτ. […]
-
στουφώνω [stu’fono]
στουφώνω [stu’fono]: πνίγομαι: ‘Στούφωσα απ’ τη βρώμα’. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
στραβόξυλο, το [stra’vοksilo]
στραβόξυλο, το [stra’vοksilo]: χαρακτηρισμός δύστροπου και ισχυρογνώμονα ανθρώπου: ‘Είσαι τελείως στραβόξυλο’ [< στραβ(ός) –ο- ξυλο ].
-
στραβούλιακας, ο [stra’vuʎakas]
στραβούλιακας, ο [stra’vuʎakas]: άνθρωπος που δε βλέπει ή που δε βλέπει καλά. [στραβ(ός) -ούλιακας]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o