Κατηγορία: Σ
-
σαλμίστρα, η [sal’mistra]
σαλμίστρα, η [sal’mistra]: άχυρο από βρώμη.
-
στρογγυλούλι, το [stroɟi’luli]
στρογγυλούλι, το [stroɟi’luli]: το μικρό κυκλικό χωράφι. [στρογγυλ(ό) -ούλι].
-
σα πέρα [sa ‘pera]
σα πέρα [sa ‘pera]: εκεί πέρα. [< ίσα πέρα].
-
σιαδώ [ʃca’ðo]
σιαδώ [ʃca’ðo]: ίσια εδώ. [(ί)σια εδώ]. Και: https://ilialang.gr/σαδώ/
-
σακεί [sa’ki]
σακεί [sa’ki]: προς τα εκεί, κατακεί. [(ί)σα (ε)κεί].
-
σακιασμένος, η, ο [saca’smenos]
σακιασμένος, η, ο [saca’smenos]: το προϊόν που τοποθετείται σε σάκο: ‘Τό ‘χει ‘κει σακιασμένο με τ’άλλα σιτηρά’. [σάκ(ος) -ιασμένος].
-
στρογγυλό, το [strongi’lo]
στρογγυλό, το [strongi’lo]: το κυκλικό χωράφι. [στρογγυλ(ός) -ό].
-
σταροχώραφο, το [staro’xorafo]
σταροχώραφο, το [staro’xorafo]: χωράφι που παράγει χοντρό σιτάρι. [< σ(ι)τάρ(ι) -ο- χωραφ(ι) -ο].
-
στανοτόπια, τα [stano’topʝa]
στανοτόπια, τα [stano’topʝa]: χωράφι που νοικιάζεται προκειμένου να βοσκίσουν τα ζώα. [< στάν(η) -ο- τόπ(ος) -ια].
-
σκάρος, ο [‘skaros]
σκάρος, ο [‘skaros]: ο χρόνος βοσκής. [< ελνσ. σκάρος, το ‘πηδηματάκι’].
-
στάλπη, η [‘stalpi]
στάλπη, η [‘stalpi]: το τυρί που δεν το έχουν σουρώσει.
-
σκουλαρικάτη, η [skulari’kati]
σκουλαρικάτη, η [skulari’kati]: προβατίνα με σκουλαρήκια στα αυτιά. [σκουλαρίκ(ι) -άτη].
-
σαρώνω [sa’rono]
σαρώνω [sa’rono]: α. σκουπίζω. β. φτιάχνω σωρό [< 1. ελνστ. σαρ(ῶ) -ώνω· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. balayer & αγγλ. sweep]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σώσμα, το [‘sozma]
σώσμα, το [‘sozma]: η τελευταία ποσότητα του κρασιού που παίρνουμε από το βαρέλι. [σωσ- (σώνω) -μα (διαφ. το μσν. σώσμα ‘σώσιμο’)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
σωμάδες, οι [so’maðes]
σωμάδες, οι [so’maðes]: παιδικό παιχνίδι που παιζόταν με πλάκες ή κεραμίδια.
-
σομάρα, η [so’mara]
σομάρα, η [so’mara]: λιποθυμία, αδιαθεσία. Και: https://ilialang.gr/σομάδα-η/ Και: https://ilialang.gr/σιομάδα-ή-σομάδα/
-
σώνω [‘sono]
σώνω [‘sono]: α. τελειώνω. β. καταναλίσκω ή ξοδεύω κτ.: ‘Σώθηκε το ψωμί. Σώθηκαν τα λεφτά’. [μσν. σώνω < αρχ. σῴζω μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. σωσ- κατά το σχ.: χασ- (έχασα) – χάνω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σφάρδακλας, ο [‘sfarðaklas]
σφάρδακλας, ο [‘sfarðaklas]: ο βάτραχος. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σφερδούκλι, το [sfe’rδukli]
σφερδούκλι, το [sfe’rδukli]: ασφόδελος. [αρχ. ἀσφόδελος, ίσως παράλλ. τ.*ασφέδελ(ος) -ούκλι (υποκορ. επίθημα του -ούκλ(α) -ι) με ανομ. των υγρών [l-l > r-l] : ασφεδερούκλι ανομ. αποβ. του δεύτερου [e], μετάθ. του [r] και αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [ena-asf > enasf > ena-sf] ].
-
σχιζαύτι, το [sçi’zafti]
σχιζαύτι, το [sçi’zafti]: τρόπος μαρκαρίσματος αιγοπρόβατου, σχίζοντας το αυτί του. [< σκίζω < αρχ. σχίζ(ω) + αυτί]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o