Κατηγορία: Σ
-
σαλαχάω [sala’xao]
σαλαχάω [sala’xao]: οδηγώ τα ζώα.
-
σακιάζω [sa’cazo]
σακιάζω [sa’cazo]: πιέζω το σακί να χωρέσει περισσότερα. [σακ(ί) -ιάζω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
σάγισμα, το [‘saγizma]
σάγισμα, το [‘saγizma]: μικρό χαλί κατασκευασμένο από τραγόμαλλο. [< σάγισμα < σαγίον < αρχ. σάγος ‘χοντρός μανδύας’]. Όπως και: https://ilialang.gr/σάϊσμα-το/
-
σαγάνι, το [sa’γani]
σαγάνι, το [sa’γani]: χαλκωματένιο πιάτο. [σαχ-: τουρκ. sahan (από τα αραβ.) -ι· σαγ-: ηχηροπ. του μεσοφ. [x > γ] από επίδρ. του ριν. [n] ;].