Κατηγορία: Σ
-
σιφερτάσι, το [sife’rtasi]
σιφερτάσι, το [sife’rtasi]: α. κανάτα από αλουμίνιο με συρμάτινο χέρι. β. κούπωμα για το γάλα για να το παίρνουν μαζί τους οι αγρότες στη δουλειά τους: ‘Πάρε το σιφερτάσι μαζί σου’.
-
σίδερο, το [‘siðero]
σίδερο, το [‘siðero]: α. γενικά το μέταλλο. β. το πιστόλι. [μσν. σίδερον < ελνστ. σίδηρα τά (τροπή του άτ. [ir > er] ) < αρχ. σίδηρος ὁ μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]. Και: https://ilialang.gr/σιδερικά-τα/
-
σημαντήρια, τα [sima’ndirʝa]
σημαντήρια, τα [sima’ndirʝa]: η προειδοποίηση, τα νέα, τα μαντάτα: ‘Βγήκε ο παπάς κι ακούσαμε τα σημαντήρια’. [σημαντικ(ός) -ήρια].
-
σέρτικος [‘sertikos]
σέρτικος, -η, -ο [‘sertikos]: ο βαρύς ή δριμύς καπνός. [τουρκ. sert -ικος].
-
σεργιανίζω [serʝa’nizo]
σεργιανίζω [serʝa’nizo]: περιδιαβαίνω. [σεργιάν(ι) -ίζω· σεργιαν(ίζω) μεταπλ. -άω με βάση το συνοπτ. θ. σεργιανισ-].
-
σερβάντα, η [se’rvanda]
σερβάντα, η [se’rvanda]: έπιπλο της τραπεζαρίας. [λόγ. < γαλλ. servant(e) -α].
-
σέμπρος, ο [‘sembros]
σέμπρος, ο [‘sembros]: ο μισακάτορας. [σλαβ. sebrȗ < *sepra ‘φίλος σε πρωτοβαλτικές γλώσσες’]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
σέκος [‘sekos]
σέκος [‘sekos]: ξερός, εμβρόντητος, άναυδος. [ιταλ. secco -ς]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
σεκλέτι, το [se’kleti]
σεκλέτι, το [se’kleti]: στενοχώρια, καημός, συνήθ. ερωτικός: Mαράζωσε απ΄ το ~. [τουρκ. sιklet (από τα αραβ.) -ι με τροπή [si > se] ].
-
σεβντάς, ο [se’vdas]
σεβντάς, ο [se’vdas]: ο έρωτας, η επιθυμία. [τουρκ. sevda -ς]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
σγόρτσα, η [‘zγortsa]
σγόρτσα, η [‘zγortsa]: α. το μαδημένο δέρμα του χοιρινού. β. η βρωμιά.
-
σβουνιά, η [zvu’ɲa]
σβουνιά, η [zvu’ɲa]: η κοπριά των βοδιών. [βου-: ελνστ. βοών ‘στάβλος βοδιών΄ > βοωνία > βονία (αποφυγή της χασμ.) > βουνιά ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [v] )· σβου-: ανάπτ. προτακτ. [s] από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. και αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tis-vu > tizvu > tis-zvu] ]. Και: https://ilialang.gr/σβουνιά-η-zvuna/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
σβίγκος, ο [‘zviŋgos]
σβίγκος, ο [‘zviŋgos]: κοντός, χοντρός και πλαδαρός άνθρωπος. [παλ. γερμ. swing(e) -ος]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σβερκώνω [zve’rkono]
σβερκώνω [zve’rkono]: χτυπάω κάποιον. [σβέρκ(ος) -ώνω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σβερκώνομαι [zve’rkonome]
σβερκώνομαι [zve’rkonome]: κοιμάμαι. [σβέρκ(ος) -ώνομαι].
-
σβάρνα, η [‘zvarna]
σβάρνα, η [‘zvarna]: εργαλείο για να τριφτούν οι σβόλοι μετά το όργωμα του χωραφιού. [μσν. σβάρνα < σλαβ. barna με ανάπτ. προτακτ. [s] από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. και αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tis-va > tizva > tis-zva]]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
σαρίδι, το [sa’riði]
σαρίδι, το [sa’riði]: σκουπίδι, φρόκαλο. [ελνστ. σαρόω, σαρ(ώ) -ίδι < αρχ. σαίρω]. Και: https://ilialang.gr/φρόκαλο-το-frokalo/
-
σαράι, το [sa’rai]
σαράι, το [sa’rai]: α. το παλάτι. β. το σπίτι. [μσν. σαράι < τουρκ. saray (από τα περσ.)· τροπή [a > e] (;)].
-
σάμπως [‘sabos]
σάμπως [‘sabos]: σαν. [σαν + πως]. Και: https://ilialang.gr/σάματι-samati/
-
σάματις [‘samatis]
σάματις [‘samatis]: (επιρρ.) μήπως. [μσν. *ως + άματι (< φρ. άμα ότι ‘αμέσως όταν΄ με αποφυγή της χασμ.) με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· προσθήκη του -ς αναλ. προς άλλα επιρρ. σε -ς: χτες, τότες, ίσως]. Και: https://ilialang.gr/σάματι-samati/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o