Κατηγορία: Σ

  • σοφράς, ο [so’fras]

    σοφράς, ο [so’fras]: τραπέζι φαγητού ανατολικού τύπου, πολύ χαμηλό, στρογγυλό και ξύλινο. [τουρκ. sofra (από τα αραβ.) -ς]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o, Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • σούρνει [‘surni]

    σούρνει [‘surni]: έχει σεξουαλικές ορμές. [σέρνω].

  • σουρμή, η [su’rmi]

    σουρμή, η [su’rmi]: το πέρασμα. Και: https://ilialang.gr/σουρσιά-η-sursca/

  • σουδιάζω [su’ðʝazo]

    σουδιάζω [su’ðʝazo]: α. οδηγώ το κοπάδι σε στενό πέρασμα. β. το πέρασμα αέρα μεταξύ δύο τοίχων ή δρόμων : ‘Σουδιάζει εδώ και έχει δροσούλα’ (κάνει ρεύμα) [μεσν. σούδα ‘αυλάκι’ – ιάζω < λατ. sudis].

  • σουγλιά, η [su’γʎa]

    σουγλιά, η [su’γʎa]: α. το σούβλισμα, το τρύπημα του πετσιού με το σουγλί. β. ο ξαφνικός και περαστικός πόνος. [σουγλ(ί) -ιά].

  • σομάδα, η [so’maða]

    σομάδα, η [so’maða]: α. πλάκα πέτρινη δέκα περίπου εκατοστών διάμετρο για το παιδικό παιχνίδι «σομάδες». β. ζάλη: ‘Και με έπιασε μια σομάδα που σωριάστηκα ίσα κα’. Και: https://ilialang.gr/σιομάδα-ή-σομάδα/ Και: https://ilialang.gr/σωμάρα/

  • σκύβαλο, το [‘skivalo]

    σκύβαλο, το [‘skivalo]: σκουπίδια από αλωνισμένους καρπούς. [ελνστ. σκύβαλον ‘βρομιά για πέταμα’].

  • σκουτί, το [sku’ti]

    σκουτί, το [sku’ti]: το ρούχο, το ύφασμα: ‘Μάζεψε τα σκουτιά σου και βάλτα στην κασέλα’. [μσν. *σκουτίον υποκορ. του αρχ. σκῦτος ‘αργασμένο τομάρι΄ ( [i] ( [y] ) > [u] από επίδρ. του υπερ. [k] )].

  • σκουτέλα, η [sku’tela]

    σκουτέλα, η [sku’tela]: η κούπα, συνήθως πήλινη. [λατ. scutella ‘πήλινη μεγάλη κούπα χωρίς χερούλι, που χρησιμοποιείται ως σκεύος φαγητού’]. Και: https://ilialang.gr/σκουτέλι-το-skuteli/

  • σκούρκος, ο [‘skurkos]

    σκούρκος, ο [‘skurkos]: το σερσέγκι.

  • σκουράτζος, ο [sku’randzos]

    σκουράτζος, ο [sku’randzos]: η ρέγγα: ‘Πάρε έναν σκουράτζο’.

  • σκουληκοπούτσης, ο [skuliko’putsis]

    σκουληκοπούτσης, ο [skuliko’putsis]: αυτός που έχει μικρό πέος. [σκουλήκ(ι) -ο πούτσ(ος) -ης].

  • σκουσμάρι, το [sku’zmari]

    σκουσμάρι, το [sku’zmari]: θρήνος, γόος [< σκούζω ενεργ. του αρχ. σκύζομαι ‘είμαι εξαγριωμένος΄ (χωρίς τροπή [u > y > i]]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • σκούζω [‘skuzo]

    σκούζω [‘skuzo]: οδύρομαι, φωνάζω. [ενεργ. του αρχ. σκύζομαι ‘είμαι εξαγριωμένος’ (χωρίς τροπή [u > y > i], δες Υ)].

  • σκνίπα, η [‘sknipa]

    σκνίπα, η [‘sknipa]: α. το έντομο σκνίψ. β. ο μεθυσμένος. [αρχ. σκνίψ ὁ, αιτ. σκνίπα μεταπλ. σε θηλ. με βάση την αιτ. και τον πληθ. ίσως κατά το μύγα]. Και: https://ilialang.gr/σαπιοκούνουπο-το-sapʝokunupo/

  • σκλήθρα, η [‘skliθra]

    σκλήθρα, η [‘skliθra]: το σκλήθρο. [αρχ. κλήθρα και με ανάπτ. προτακτ. [s] από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. και αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tis-kl > tiskl > tis-skl] ]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • σκλεπούνι, το [skle’puni]

    σκλεπούνι, το [skle’puni]: πλήθος από πτερωτά μυρμήγκια.

  • σκιζάρι, το [ski’zari]

    σκιζάρι, το [ski’zari]: το σχισμένο ξύλο. [μσν. σκίζ(ω) – άρι < αρχ. σχίζω με ανομ. τρόπου άρθρ. [sx > sk] · λόγ. < αρχ. σχίζω].

  • σκαρίζω [ska’rizo]

    σκαρίζω [ska’rizo]: οδηγώ κοπάδι στη βοσκή. [ελνστ. σκαρίζω ‘αναπηδώ’].

  • σκαπετάω [skape’tao]

    σκαπετάω [ksape’tao]: α. χάνομαι, απομακρύνομαι. β. καταπίνω. (ίσως βλάχικο askâpitã soarli  ‘κρύφτηκε ο ήλιος’). Βλ. σχετικά: http://pitharidiogenous.blogspot.com/2012/07/blog-post_03.html