Κατηγορία: Σ
-
συνταυλάω [sinda’vlao]
συνταυλάω [sinda’vlao]: ανακατεύω τα κάρβουνα και τα ξύλα για να δυναμώσει η φωτιά. [< συνδαυλίζω < συ- δαυλ(ός) -ίζω· συνδ-: λόγ. επίδρ.]. Και: https://ilialang.gr/συνταυλάω-ή-συμπάω/ Και: https://ilialang.gr/συνταυλίζω-sidavlizo/
-
συνεμπαίνω [sine’mbeno]
συνεμπαίνω [sine’mbeno]: ανακατεύομαι: ‘Μην συνεμπαίνεις στο ζευγάρι’. [συν -μπαίνω].
-
συγενικό, το [siγe’niko]
συγενικό, το [siγe’niko]: α. η κρίση, το νευρικό ξέσπασμα. β. το πολύ κρύο. γ. επιληψία [1: αρχ. συγγενικός· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. apparenté]. Και: https://ilialang.gr/συγγενικό/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
στρόκλα, η [‘strokla]
στρόκλα, η [‘strokla]: η στροφή του μονοπατιού.
-
στούμπος, ο [‘stumbos]
στούμπος, ο [‘stumbos]: α. ξύλινος συνήθ. κόπανος: ‘θα στουμπίσω το αραποσίτι’. β. (μτφ., ειρ.) για άνθρωπο πολύ κοντό και χοντρό: ‘Είναι σαν στούμπος’. γ. ο κακός μαθητής: ‘Είναι τελείως στούμπος πάντως’. [σλαβ. stonpa(;)].
-
στουμπίζω [stu’mbizo]
στουμπίζω [stu’mbizo]: κοπανάω κάτι, κτυπώ. [σλαβ. stonpa(;) -ίζω].
-
στερνή, η [ste’rni]
στερνή, η [ste’rni]: τα τελευταία χρόνια κάποιου. [μσν. υστερνός με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < υστερινός (συγκ. του άτ. [i] ) < αρχ. ὕστερ(ος) -ινός]. Και: https://ilialang.gr/στερνό/
-
στέρνα, η [‘sterna]
στέρνα, η [‘sterna]: δεξαμενή νερού. [μσν. στέρνα < κιστέρνα (που ίσως θεωρήθηκε κι η στέρνα) < λατ. cisterna]. Και: https://ilialang.gr/γούρνα-η/
-
στενοβουρλίδα, η [stenovu’rliða]
στενοβουρλίδα, η [stenovu’rliða]: α. στενή λωρίδα χωραφιού. β. στενό παντελόνι. [< στεν(ός) –ο- βούρλ(ο) ίδα].
-
στειλιάρι, το [sti’ʎari]
στειλιάρι, το [sti’ʎari]: α. ξύλο γεωργικών εργαλείων. β. αγράμματος. γ. αλύγιστος: ‘Κάθεται σαν το στειλιάρι’ (ακίνητος). [μσν. στειλειάριον υποκορ. του ελνστ. στειλει(ός) (αρχ. στειλεός) -άριον (ορθογρ. απλοπ.)].
-
σταχτόβολο, το [sta’xtovolo]
σταχτόβολο, το [sta’xtovolo]: α. εργαλείο που ανακατεύει τη στάχτη. β. (κατάρα): Άει σταχτόβολο! (άντε στον διάολο). [στάχτ(η) -ο- βολ(ή) -ο].
-
σταχτερός [staxte’ros]
σταχτερός, -ή, -ό [staxte’ros]: ο γεμάτος στάχτη, ο ανακατεμένος με τη στάχτη. [στάχτ(η) -ερός].
-
στατέρι, το [sta’teri]
στατέρι, το [sta’teri]: το καντάρι. [λόγ. < αρχ. στατήρ, -έρι (1: σημδ. γαλλ. statère < λατ. stater (στη νέα σημ.) < αρχ. στατήρ)].
-
στασιό, το [sta’sço]
στασιό, το [sta’sço]: αυτός που δεν σταματάει καθόλου: ‘Δεν έχει στασιό’.
-
σπόρισμα, το [‘sporizma]
σπόρισμα, το [‘sporizma]: η διάρροια του ζώου. [σπόρ(ος) -ισμα].
-
σπορίγκλα, η [spo’riŋgla]
σπορίγκλα, η [spo’riŋgla]: (για ζώα) περιττώματα διάρροιας. [σπόρ(ος) -ίγκλα].
-
σπιθούρι , το [spi’θuri]
σπιθούρι, το [spi’θuri]: μικρό σπυρί, εξάνθημα στο δέρμα. [ίσως σπίθ(α) -ούρι].
-
σπιγκουνιά, η [spiŋgu’ɲa]
σπιγκουνιά, η [spiŋgu’ɲa]: η συκοφαντία.
-
σπερνά, τα [spe’rna]
σπερνά, τα [spe’rna]: τα κόλλυβα. [σπέρν(ω) -ά]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
σπέντζα, η [‘spendza]
σπέντζα, η [‘spendza]: τα μανουσάκια.