Κατηγορία: Σ
-
σώφυλλα, τα [‘sofila]
σώφυλλα, τα [‘sofila]: κλαδάκια μέσα στο λιόπανο με τις ελιές. [(έ)σω + φύλλα].
-
σκιαζάρια, τα [skça’zarʝa]
σκιαζάρια, τα [skça’zarʝa]: το φόβητρο, το σκιάχτρο. [σκιάζ(ω) ‘τρομάζω’ -άρια].
-
σιχλιάζει [si’xʎazi]
σιχλιάζει [si’xʎazi]: μουχλιάζει το τυρί.
-
σουρσιά, η [su’rsça]
σουρσιά, η [su’rsça]: το πέρασμα. [σούρνω]. Και: https://ilialang.gr/σουρμή-η/
-
σκρούφα, η [‘skrufa]
σκρούφα, η [‘skrufa]: ρυτίδα.
-
σκρούμπο, το [‘skrumbo]
σκρούμπο, το [‘skrumbo]: σκόνη από καμένο μάλλινο ύφασμα το οποίο το χρησιμοποιούσαν για τα βρέφη. (βλ. Έθιμα).
-
σπαργανίδα, η [sparγa’niða]
σπαργανίδα, η [sparγa’niða]: μακριά και πλατιά λουρίδα υφάσματος, με την οποία περιτύλιγαν το βρέφος. [< αρχ. σπάργαν(ον) -ίδα].
-
σαρωματιά, η [saroma’tça]
σαρωματιά, η [saroma’tça]: η σκούπα. [σαρώ(νω) -ματιά].
-
σιρμαγιά η [sirma’ja]
σιρμαγιά η [sirma’ja]: α. χρηματικό ή άλλο απόθεμα εμπόρου. β. μαγιά [τουρκ. sermay(e) (από τα περσ.) -ά ίσως κατά το μαγιά· τροπή [se > si]]. Και: https://ilialang.gr/σιάζσερμαγιά-η-sermaja/
-
σερσέγκι [se’rseŋgi]
σερσέγκι [se’rseŋgi]: μεγάλη μέλισσα με δηλητηριώδες κεντρί [< ίσως, ηχομιμ.]. Και: https://ilialang.gr/σέρσεγκας-ιγκι/
-
σαβουλιάζου [savu’ʎazu]
σαβουλιάζου [savu’ʎazu]: συγκεντρώνω χρήματα και τα αποταμιεύω. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σάζω [‘sazo]
σάζω [‘sazo]: φτιάχνω. Και: https://ilialang.gr/σάχνω/ Και: https://ilialang.gr/σιάζω-ή-ισιάζω-isxazo/ Και: https://ilialang.gr/ισιάζω-iscazo/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σάκαινα, η [‘sakena]
σάκαινα, η [‘sakena]: το μεγάλο σακί. [σακ(ί) -αινα]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σαμάκι, το [sa’maki]
σαμάκι, το [sa’maki]: το καλάμι. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σαπιοκούνουπο, το [sapʝo’kunupo]
σαπιοκούνουπο, το [sapʝo’kunupo]: η σκνίπα. [σάπι(ος) -ο- κουνούπ(ι) -ο]. Και: https://ilialang.gr/σκνίπα-η/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σάψαλο, το [‘sapsalo]
σάψαλο, το [‘sapsalo]: α. (μτφ.) για άνθρωπο ανήμπορο, ερείπιο. β. το σάπιο. [τουρκ. şapşal ‘κακοντυμένος΄ -ο]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σγαρλάω [ zγa’rlao]
σγαρλάω [ zγa’rlao]: ανακατεύω: ‘Τι σγαρλάς κει δα;’. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σγούφτω [‘zγufto]
σγούφτω [‘zγufto]: σκύβω.
-
σκαρτοφόλι, το [skarto’foli]
σκαρτοφόλι, το [skarto’foli]: το προικοσύμφωνο: ‘Τον έβαλε να υπογράψει το σκαρτοφόλι πριν να δώκει το κορίτσι του’. [ < σκάρτ(ος) -ο- φόλι (άγνωστη ετυμολογία)]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
σκίνα, η [‘skina]
σκίνα, η [‘skina]: το πίσω μέρος λαιμού ζώου. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf