Κατηγορία: Ρ

  • ράσπα, η [‘raspa]

    ράσπα, η [‘raspa]: ξυλουργικό εργαλείο του χεριού που μοιάζει με τη λίμα με μεγαλύτερα και πιο χοντρά δόντια. [ιταλ. raspa]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • ρεντζουλάω [renzu’lao]

    ρεντζουλάω [renzu’lao]: καταβρέχω χωρίς να προσέχω.

  • ρέντι, το [‘redi]

    ρέντι, το [‘redi]: το ράντισμα. Και: https://ilialang.gr/ρέντος-ο-redos/

  • ρεντίφης, ο [re’difis]

    ρεντίφης, ο [re’difis]: ο ανεπρόκοπος. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • ρωνιά, η [ro’ɲa]

    ρωνιά, η [ro’ɲa]: η μικρή γραμμή που κάνει το νερό όταν τρέχει από την σκεπή. [ίσως από το ρέω].

  • ρουτζώνω [ru’dzono]

    ρουτζώνω [ru’dzono]: κρατάω μούτρα: ‘Έλα τώρα που ρουτζώνεις!’.

  • ρούντζα, η [‘rundza]

    ρούντζα, η [‘rundza]: ο θυμός: ‘Έριξε ρούντζα κι έφυγε!’ Βλ. επίσης: http://www.matesi.gr/ro.html Όπως και: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html

  • ρουμπελιά, η [rube’ʎa]

    ρουμπελιά, η [rube’ʎa]: ρεύμα από νερό που σχηματίζεται μετά από έντονη βροχή .

  • ρουκέλα, η [ru’kela]

    ρουκέλα, η [ru’kela]: α. κουβαρίστρα. β. είδος παιχνιδιού.

  • ροδάνι, το [ro’ðani]

    ροδάνι, το [ro’ðani]: μικρός τροχός (κλωστικής μηχανής), που παίρνει κίνηση από ένα μεγαλύτερο και έτσι περιστρέφεται με μεγαλύτερη ταχύτητα και κινεί το αδράχτι πάνω στο οποίο τυλίγεται το νήμα. [ελνστ. ῥοδάνη ἡ ‘υφάδι΄ μεταπλ. σε ουδ. με βάση την ομόηχη κατάλ. [i] και αναλ. προς τα μασούρι, καλάμι].

  • ρόγα, η [‘roγa]

    ρόγα, η [‘roγa]: η αμοιβή που δίνεται σε κτηνοτρόφο για τη φύλαξη και τη βοσκή ζώων, για ορισμένη περίοδο. [μσν. ρόγα ‘ελεημοσύνη, απλοχεριά’ < ρογ(εύω) ‘διανέμω’ -α (αναδρ. σχημ.) < λατ. erog(o) ‘πληρώνω’ -εύω με αποβ. του αρχικού άτ. φων.].

  • ροβολάω [rovo’lao]

    ροβολάω [rovo’lao]: α. (για έμψ.) κατεβαίνω τρέχοντας την πλαγιά ενός υψώματος· κατρακυλώ, κατηφορίζω: ‘Ροβόλησε κατά τον κάμπο’. [ίσως λατ. revolare ‘επιστρέφω γρήγορα΄ (πρβ. μσν. ροβελεύω, ίδ. ετυμ.) > *ροβολ(εύω) (υποχωρ. αφομ. [e-o > o-o]) και μεταπλ. -ώ].

  • ριζαύτι, το [ri’zafti]

    ριζαύτι, το [ri’zafti]: η ρίζα του αυτιού. [ρίζ(α) -αυτί]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • ριζά, τα [ri’za]

    ριζά, τα [ri’za]: η ρίζα του βουνού. [ρίζα κατά τα χαμηλά, τα ψηλά].

  • ρημαδιακό, το [rimaðʝa’ko]

    ρημαδιακό, το [rimaðʝa’ko]: το έρημο: ‘Είναι έρμο μπίτι ρημαδιακό το σπίτι’ ή ‘το ρημαδιακό μου’ (το σπιτικό μου). [ρημάδ(ι) -ιακό]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • ρημάδι, το [ri’maði]

    ρημάδι, το [ri’maði]: ερείπιο (και μτφ για άνθρωπο). [μσν. ρημάδι < ερημάδιν με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < *ερημάδιον υποκορ. του ελνστ. ἐρημάς, αιτ. -άδα παράλλ. τ. θηλ. του επιθ. ἔρημος].

  • ρέχτη, η [‘rexti]

    ρέχτη, η [‘rexti]: το τμήμα της στέγης που εξέχει από τον τοίχο του οικήματος. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • ρεφενές, ο [refe’nes]

    ρεφενές, ο [refe’nes]: συνεισφορά, το ποσό που αναλογεί στο καθένα από τα πρόσωπα μιας ομάδας (παρέας κτλ.) για τα έξοδα κοινού γεύματος, διασκέδασης κτλ. [τουρκ. (διαλεκτ.) refene -ς (< herifane, από τα περσ.)].

  • ρεμπεσκές, ο [rebe’skes]

    ρεμπεσκές, ο [rebe’skes]: άνθρωπος φυγόπονος και ανεπρόκοπος· αχαΐρευτος, χαραμοφάης. [ίσως θ. της σλαβ. λ. rebyonok, rebyata· ρεμπέτ(ης)]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html

  • ρέγουλα, η [‘reγula]

    ρέγουλα, η [‘reγula]: ομαλός και κανονικός ρυθμός κατά την εκτέλεση πράξης, ενέργειας κτλ.: ‘Έπιναν το κρασί τους αργά αργά και με ρέγουλα’. [μσν. ρέγουλα < παλ. ιταλ. regula]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o