Κατηγορία: Ρ

  • ρουφούλας, ο [ru’fulas]

    ρουφούλας, ο [ru’fulas]: η ρουφήχτρα. [<ρουφ(άω) -ούλας]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • πεσάδα, η [pe’saðα]

    πεσάδα, η [pe’saða]: η πτώση του καρπού από το δέντρο. [πέφτω < (έ)πεσα -άδα].

  • ρεντές, ο [re’des]

    ρεντές, ο [re’des]: α. είδος τρίφτη. β. πλάνη. [τουρκ. rende ‘τρίφτης’].

  • ροβολικό, το [rovoli’ko]

    ροβολικό, το [rovoli’ko]: το πλαγερό μέρος. [< ίσως, λατ. revolare ‘επιστρέφω γρήγορα’ ροβολ(άω) -ικό].

  • ρούσος [‘rusos]

    ρούσος, -α, -ο [‘rusos]: άνθρωπος με κοκκινωπά μαλλιά ή ζώα με κοκκινωπό τρίχωμα. [μσν. *ρούσος < λατ. russ(us) -ος (πρβ. μσν. ή ελνστ. ῥούσιος < λατ. russeus, ίδ. σημ.)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • ρουσούμπελη, η [ru’subeli]

    ρουσούμπελη, η [ru’subeli]:  πρήξιμο.

  • ρουπώνω [ru’pono]

    ρουπώνω [ru’pono]:  α. φουσκώνω. β. σφίγγουν από το νερό τα ξύλα του βαγενιού και δεν χάνει: Έκφραση: “ρούπωσε το βαρέλι” (γέμισε το βαρέλι). γ. τρώω λαίμαργα. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • ρόκα, η [‘roka]

    ρόκα, η [‘roka]: ειδική ράβδος πάνω στην οποία στερεώνουν το μαλλί ή το μπαμπάκι για να το γνέσουν με το χέρι: ‘H γιαγιά, καθισμένη στο τζάκι και με τη ρόκα στο χέρι, έλεγε παραμύθια’. [μσν. ρόκα < ιταλ. rocca]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • ροκώνω [ro’kono]

    ροκώνω [ro’kono]: βουλώνω τις τρύπες του βαρελιού.

  • ρονιά, η [ro’ɲa]

    ρονιά, η [ro’ɲa]: α. η γραμμή του νερού που πέφτει από τα κεραμίδια. β. ο χώρος γύρω από το σπίτι. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • ρούγα, η [‘ruγa]

    ρούγα, η [‘ruγa]: δρόμος ή πλατεία, συνοικία: ‘Κάθε τόπος και ζακόνι κάθε γειτονιά και ρούγα’ [μσν. ρούγα < ιταλ. ruga]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ρουκουλάω [ruku’lao]

    ρουκουλάω [ruku’lao]: κυλάω: ‘Ρουκουλάει τον κατήφορο!’.

  • ρουπάκι, το [ru’paki]

    ρουπάκι, το [ru’paki]: ονομασία ειδών δρυός. [μσν. ή ελνστ. ῥωπάκιον υποκορ. ελνστ. ῥῶπαξ (αρχ. ῥώψ) ‘πυκνός θάμνος΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [p] )].

  • ρόζος, ο [‘rozos]

    ρόζος, ο [‘rozos]: α. σκλήρυνση που εμφανίζεται στο δέρμα της παλάμης και των δακτύλων· (πρβ. κάλος): ‘Έβγαλαν ρόζους τα χέρια μου από το σκάψιμο’. β. σκλήρυνση σε ορισμένο σημείο μάζας ξύλου. γ. (μτφ.) αγύριστο κεφάλι [ίσως αρχ. ὄζος ‘κλαδί, βλαστάρι΄ παρετυμ. ρ(ίζα)].

  • ρογώνω [ro’γono]

    ρογώνω [ro’γono]: οργώνω το χωράφι που είναι κατάλληλο να καλλιεργηθεί μετά από βροχή. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • ροδάμι, το [ro’ðami]

    ροδάμι, το [ro’ðami]: βλαστάρι πουρναριών. [ροδάμνιον, υποκορ. της μεταγν. ελλ. λ. ρόδαμνος (αρχ. ελλ. λ. ορόδαμνος*)]. Απόσπασμα από δημοτικό τραγούδι “… μόν` καρτερώ την άνοιξη, τ` όμορφο καλοκαίρι, να μπουμπουκιάσει το κλαρί ν`ανοίξει το ροδάμι”. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • ριζάφτι, το [ri’zafti]

    ριζάφτι, το [ri’zafti]:  η ρίζα του αφτιού. [< ρίζα + αφτί]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • ρογός, ο [ro’γos]

    ρογός, ο [ro’γos]: ζεστός χώρος για νεογέννητα αρνάκια. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • ρετάλι, το [re’tali]

    ρετάλι, το [re’tali]: α.το τελευταίο υπόλοιπο από ολόκληρο τόπι υφάσματος, που είναι λιγότερο από όσο χρειάζεται κανονικά για τη ραφή ενδύματος: ‘Aγόρασε ένα ρετάλι στη μισή τιμή’. β. (μειωτ.) για πρόσωπο εντελώς ανάξιο λόγου και ασήμαντο ή καχεκτικό και αδύναμο. [ιταλ. αρσ. ritaglio (ή διαλεκτ. *retaglio), πληθ. ritagli, που θεωρήθηκε ουδ. εν.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

  • ραμολιμέντο, το [ramoli’mento]

    ραμολιμέντο, το [ramoli’mento]: (μειωτ.) χαρακτηρισμός για ηλικιωμένο πρόσωπο που έχει χάσει το μυαλό του, τα λογικά του. [λόγ. < ιταλ. rammollimento ‘μαλάκυνση των οργάνων΄ με ταύτιση της σημ. προς το ραμολί]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o