Κατηγορία: Π
-
παραπανούλια [parapa’nuʎa]
παραπανούλια [parapa’nuʎa]: (επιρρ.) παραπάνω [παραπάν(ω) -ούλια]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
παρακατούλια [parapa’nuʎa]
παρακατούλια [paraka’tuʎa]: (επιρρ.) παρακάτω [παρακάτ(ω) -ουλια].
-
παραμίνα, η [para’mina]
παραμίνα, η [para’mina]: ο λοστός. [ιταλ. barramina με αποηχηροπ. του αρχικού [b > p] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: μπιστόλα – πιστόλα]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
παρμακλίνι, το [parma’klini]
παρμακλίνι, το [parma’klini]: η κουπαστή. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
πααίνω [pa’eno]
πααίνω [pa’eno]: πηγαίνω: ‘Πάαινε να σαλέψει ο νους μου’. [μσν. παγαίνω < πααίνω]. Και: https://ilialang.gr/παγαίνω-pajeno/
-
παστρεύω [pa’strevo]
παστρεύω [pa’strevo]: καθαρίζω πολύ καλά. [μσν. πάστρ(α) -εύω].
-
παταγούδι, το [pata’γuði]
παταγούδι, το [pata’γuði]: το πολύ παγωμένο νερό. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
πατητό, το [pati’to]
πατητό, το [pati’to]: στενόμακρο φτυάρι με το οποίο ανοίγουμε τις γούβες για να φυτευτεί το δέντρο. [ελνστ. πατητός πατημένος΄ -ό]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
πατουκλιά, η [patu’kʎa]
πατουκλιά, η [patu’kʎa]: πυκνή φυλλωσιά από βάτα. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
πεδούκλωμα, το [pe’ðukloma]
πεδούκλωμα, το [pe’ðukloma]: το σχοινί που δένουν τα πόδια του ζώου για να εμποδίζει την κίνησή του. [πέδικλ(ον) ωμα]. Και: https://ilialang.gr/πεδούκλι-το/
-
πεζοδόρος, ο [pezo’ðoros]
πεζοδόρος, ο [pezo’ðoros]: ξύλινο κοντάρι από σκληρό ανθεκτικό ξύλο που χρησιμοποιούσαν για να ζυγίσουν κάτι βαρύ. [πεζ(ός) -ο- δόρ(ι) -ος]. Και: https://ilialang.gr/πεζαδόρος-ο-pezadoros/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
πεζαδόρος, ο [peza’ðoros]
πεζαδόρος, ο [peza’ðoros]: ξύλινο κοντάρι από σκληρό ανθεκτικό ξύλο που χρησιμοποιούσαν για να ζυγίσουν κάτι βαρύ. Και: https://ilialang.gr/πεζοδόρος-ο-pezodoros/
-
πεζούλα, η [pe’zula]
πεζούλα, η [pe’zula]: η διαβάθμιση που δημιουργούν οι γεωργοί, συνήθως με πέτρες, στα επικλινή χωράφια για να κρατιέται το χώμα. [πεζ(ός) -ούλα]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
πελεκάνος, ο [pele’kanos]
πελεκάνος, ο [pele’kanos]: τεχνίτης που πελέκαγε πέτρες. [πελεκ(ώ) -άνος]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
περατάρι, το [pera’tari]
περατάρι, το [pera’tari]: ξύλο που χρησιμοποιούσαν για τη στέγη όταν την κατασκεύαζαν. [περα- (περνώ) -ταρι]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
περάτη, η [pe’rati]
περάτη, η [pe’rati]: η πρώτη αυλακιά σε χωράφι. [περα- (περνώ) -της]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
περδικούλα, η [perði’kula]
περδικούλα, η [perði’kula]: (μτφ.) για κπ που έχει το θάρρος, την ψυχή να κάνει κτ.: ‘Το λέει η περδικούλα του!’. [πέρδικ(α) -ούλα]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
πέρζελη, η [‘perzeli]
πέρζελη, η [‘perzeli]: το χώμα που δεν είναι γόνιμο.
-
πέταυρο, το [‘petavro]
πέταυρο, το [‘petavro]: η σανίδα στην οποία στηρίζονται τα κεραμίδια. [ελνστ. πέταυρον < αρχ. πέτευρον]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
πετουρίζει [petu’rizi]
πετουρίζει [petu’rizi]: ψιλοβρέχει. [πεταρίζω με τροπή α σε ου]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf