Κατηγορία: Π
-
πού’σ’ αντράκο μου! [‘pus a’drako mu]
πού’σ’ αντράκο μου! [‘pus a’drako mu]: έκφραση που διατυπώνεται από άντρα σε άντρα, ανεξάρτητα από την ηλικία του εκάστοτε ομιλητή και υποδεικνύει εγγύτητα και φιλική διάθεση. [έκφραση]
-
πουρναροβέλι, το [purnaro’veli]
πουρναροβέλι, το [purnaro’veli]: ονομασία καρπού του αντίστοιχου δέντρου. [πουρνάρ(ι) -ο- βέλι].
-
πνογά, η [pno’γa]
πνογά, η [pno’γa]: η κούραση. [πνοή].
-
παραβολιά, η [paravo’ʎa]
παραβολιά, η [paravo’ʎa]: μέρος όπου δεν το πιάνει το αλέτρι.
-
προσκεφαλάδα, η [proskefa’laða]
προσκεφαλάδα, η [proskefa’laða]: τετράγωνη μαξιλάρα, στολισμένη με πάνινα τριαντάφυλλα, γεμισμένη με βάγια όπου μέσα έβαζαν καρύδια, ζαχαρωτά και χρήματα. [προσκέφαλ(ο) -άδα]. Αλλιώς, και: https://ilialang.gr/ντεμέλα-η/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o Βλ. περαιτέρω: https://www.antroni.gr/8-frontpage/1786-proskefalada-i-maksilara-i-demela-to-peistirio-epathlo-tou-sygxarikiari-tis-nyfis-kai-tou-gamprou-3
-
πόσια [‘posça]
πόσια [‘posça]: πόση: ‘Πόσια μπατάκια ήφερες;’ (πόση λάσπη κουβάλησες).
-
παΐδα, η [pa’iða]
παΐδα, η [pa’iða]: η φάκα, το ξύλινο κατασκεύασμα για να πιάνει άγρια πουλιά: ‘Οι κυνηγοί στήσανε τις παΐδες κι έφυγαν’. Και: https://ilialang.gr/πλακοπαΐδα-η-plakopaida/
-
παΐδι, το [pa’iði]
παΐδι, το [pa’iði]: το πλευρό: ‘Με χτύπησε στα παΐδια, ο άτιμος’. [ελνστ. παγίδιον υποκορ. του *παγίς < θ. παγ- ‘στερεώνω΄ (πρβ. πάγος, παγίδα < ελνστ. παγίς ‘κτ. που συγκρατεί σταθερά΄) και αποβ. του μεσοφ. [j] ]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
παιδοκομάου [peðoko’mau]
παιδοκομάου [peðoko’mau]: αποκτώ παιδί. [λόγ. < ελνστ. παιδοκομῶ]. Και: https://ilialang.gr/παιδοκομάω-peδokomo/
-
παινεσάρης [pene’saris]
παινεσάρης, -α, -ικο [pene’saris]: αυτός που καυχιέται για κτ. [παινεσ- (παινώ) -άρης].
-
παραγκώνι, το [para’ngoni]
παραγκώνι, το [para’ngoni]: μεγάλη πέτρα πελεκημένη, παραλληλόγραμμη, που μπαίνει συνήθ. στις γωνίες των οικοδομών και κατασκευάζονται για να προστεθούν στην αρχική κατασκευή. [παρά- + μσν. αγκωνάριν < αρχ. ἀγκων- (δες αγκώνας) στη σημ.: ‘γωνία τοίχου΄ -άριν].
-
παραστάδα, η [para’staða]
παραστάδα, η [para’staða]: τετραγωνικού σχήματος κολόνα ή δοκός, ενσωματωμένη σε τοίχο, συνήθ. δεξιά και αριστερά από ένα άνοιγμα (πόρτα, παράθυρο κτλ.), ως στοιχείο στήριξης ή διακόσμησης. [λόγ. εν. < αρχ. πληθ. παραστάδες]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o
-
πιτσούνια, τα [pi’tsuɲa]
πιτσούνια, τα [pi’tsuɲa]: τα μικρά περιστέρια. [ιταλ. piccion(e) ‘περιστέρι (σαν φαγώσιμο)΄ -ι ( [o > u] από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ. ή από επίδρ. του [n] ) ή ιταλ. διαλεκτ. (νότ. διάλ.) pic(c)iuni, αρσ. πληθ. που θεωρήθηκε ουδ. εν.]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
πλακοπαΐδα, η [plako’paiða]
πλακοπαΐδα, η [plako’paiða]: η φάκα, το ξύλινο κατασκεύασμα για να πιάνει άγρια πουλιά: ‘Οι κυνηγοί στήσανε τις πλακοπαΐδες κι έφυγαν’. Και: https://ilialang.gr/παΐδα-η-paida/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
παλαμίζω [pala’mizo]
παλαμίζω [pala’mizo]: ορκίζομαι [παλάμ(η) -ίζω].
-
παλιογκιόσα, η [paʎo’ɟosa]
παλιογκιόσα, η [paʎo’ɟosa]: χαρακτηρισμός μειωτικός για γυναίκες κοντόχοντρες. [παλι(ός) -ο- + βλάχ. ghes(ŭ) ‘μαύρη γίδα με καστανές ρίγες΄ -α]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
πανάρι, το [pa’nari]
πανάρι, το [pa’nari]: το κάλυμμα του φέρετρου. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
πανωγόνι, το [pano’γoni]
πανωγόνι, το [pano’γoni]: το πρόσθετο σακί ή δέμα που φόρτωναν στο σαμάρι του υποζυγίου. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
παπίτσα, η [pa’pitsa]
παπίτσα, η [pa’pitsa]: σίδερο ρούχων της εποχής που δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα. Βλ.: https://pergamos.lib.uoa.gr/uoa/dl/frontend/el/browse/96853
-
παραθέρι, το [para’θeri]
παραθέρι, το [para’θeri]: οι καλοκαιρινές διακοπές. [παρά + θέρ(ος) -ι]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf