Κατηγορία: Ο

  • οχτρός, ο [o’xtros]

    οχτρός, ο [o’xtros]: ο εχθρός. [μσν. οχτρός < οχθρός με ανομ. τρόπου άρθρ. [xθ > xt] < αρχ. ἐχθρός με υποχωρ. αφομ. [e-o > o-o] ]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • ούρτος [‘urtos]

    ούρτος [‘urtos]: άξεστος, απολίτιστος.

  • ούστ [‘urt]

    ούστ [‘urt]: α. επιφώνημα που χρησιμοποιούν οι βοσκοί για τα κριάρια όταν κάνουν επίθεση. β. επιφώνημα που δηλώνει απέχθεια.

  • ουλούθε [u’luθe]

    ουλούθε [u’luθe]: (επιρρ.) παντού. [μσν. ολούθεν < όλ(ος) -θεν (δες στο -θε) κατά το πούθεν > πούθε]. Και: https://ilialang.gr/ολούθε-oluθe-επίρρ/

  • όστρια, η [‘ostria]

    όστρια, η [‘ostria]: ο νότιος άνεμος. [παλ. ιταλ. ostra (-ια ίσως από επίδρ. της λ. νοτιά)].

  • όρνιο, το [‘orɲo]

    όρνιο, το [‘orɲo]: α. ο γύπας. β. ο βλάκας, ο ηλίθιος. [αρχ. ὄρνεον (με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.) ‘πουλί’, η χρήση της λ. για μεγάλα πουλιά αρχίζει να εξειδικεύεται κατά την ελνστ. εποχή]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • οντάς, ο [o’das]

    οντάς, ο [o’das]: το δωμάτιο ύπνου, ο κοιτώνας. [μσν. οντάς < τουρκ. oda -ς].

  • οματιά, η [oma’tça]

    οματιά, η [oma’tça]: φαγητό με έντερα χοίρου.