Κατηγορία: Ο

  • ομπρίζω [o’mbrizo]

    ομπρίζω [o’mbrizo]: εμφανίζω σημάδια υγρασίας σε κάποια επιφάνεια: ‘Όμπρισαν τα πλακάκια στο μπάνιο’. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ορμήνια, η [o’rmiɲa]

    ορμήνια, η [o’rmiɲa]: συμβουλή: ‘Πήρα την ορμήνια μου από τη βάβα μου’. [μσν. *ορμήνια (πρβ. μσν. ορμηνεία, ερμήνεια) < ορμην(εύω) -ια (αναδρ. σχημ.)].  

  • όχτος, ο [‘oxtos]

    όχτος, ο [‘oxtos]: α. η όχθη. β. για κάθε προεξοχή του εδάφους, ιδίως μικρή, που μοιάζει με όχθη ποταμού. [αρχ. ὄχθος με ανομ. τρόπου άρθρ. [xθ > xt] ]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • οτούνους [o’tunus]

    οτούνους [o’tunus]: όποιου είναι. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ογνίτσα, η [o’γnitsa]

    ογνίτσα, η [o’γnitsa]: είδος αρρώστιας. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ογράτησα [o’γratisa]

    ογράτησα [o’γratisa]: κουράστηκα. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ορπίζω [o’rpizo]

    ορπίζω [o’rpizo]: ελπίζω.

  • οξαποδώ, ο [oksapo’ðo]

    οξαποδώ, ο [oksapo’ðo]: ονομασία του διαβόλου, η οποία χαρακτηρίζεται από ευφημιστική και αποτρεπτική διάθεση. [φρ. έξ(ω) από δω, όξ(ω) από δω]. Και: https://ilialang.gr/εξαποδώ-ο-eksapoδo/ Και: https://ilialang.gr/οξαποδός/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • ούλος [‘ulos]

    ούλος, -η, -ο [‘ulos]: όλος, ολόκληρος. [< όλος με τροπή [o > u] ίσως από επίδρ. του [l] ].

  • ομβρίζω [om’vrizo]

    ομβρίζω [om’vrizo]: (συν. στο 3 ενικό) βρέχει, υπάρχει διαρροή: ‘Ομπρίζει’ (υγροποιείται, βγάζει νερό). [< όμβρ(ος) -ίζω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • οξαποδός, ο [oksapo’ðos]

    οξαποδός, ο [oksapo’ðos]: (μτφ.) ο διάβολος. [(έ) οξ(ω) –απ(ό) –ο- (ε)δώ]. Και: https://ilialang.gr/εξαποδώ-ο-eksapoδo/ Και: https://ilialang.gr/οξαποδώ-ο-oksapodo/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • όπαλα [‘opala]

    όπαλα [‘opala] (επιφ.) : συνοδεύει το ταχτάρισμα μωρού ή μικρού παιδιού.  [τουρκ. hoppala ‘μπρος, πήδα΄].

  • οργιά, η [o’rʝa]

    οργιά, η [o’rʝa]: μονάδα μήκους που αντιστοιχεί με την απόσταση ανάμεσα στα άκρα των χεριών του ανθρώπου, όταν αυτά είναι τεντωμένα: ‘Δύο οργιές σχοινί’. [ελνστ. ὀργυιά (αρχ. ὄργυια) (ορθογρ. απλοπ.)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • ορδινιά, η [orδi’ɲa]

    ορδινιά, η [orδi’ɲa]: (επίσης, ορδίνια· ορδινία· ορδουνία· ορδουνιά). α. παραγγελία, εντολή, διαταγή·  Διακανονισμός, συμφωνία: να γίνει μία κοινή … ορδινιά διαμέσου των εξουσιαστάδων (Χριστ. διδασκ. 493). β. βάζω τάξη, οργανώνω: (Φαλιέρ., Ρίμ. 29). [< ορδινιάζω ή, πιο πιθ., <ουσ. όρδινος. Ο τ. ία σε έγγρ. του 12. αι., στο Meursius και σήμ. ιδιωμ. Διάφ. τ. της […]

  • ορθομηλίτσα, η [o’rθomilitsa]

    ορθομηλίτσα, η [o’rθomilitsa]: (μτφ.) είδος παιχνιδιού. [ορθ(ός) –ο- μηλ(ια) –ίτσα].

  • ολοντρόϋρα [olo’droila]

    ολοντρόϋρα [olo’droila]: (επιρρ.) γύρω – γύρω.

  • ολούθε [o’luθe]

    ολούθε [o’luθe] (επίρρ.): παντού ή από παντού. [μσν. ολούθεν < όλ(ος) -θεν (δες στο -θε) κατά το πούθεν > πούθε]. Και: https://ilialang.gr/ουλούθε/

  • ολύμπια, η [o’libia]

    ολύμπια, η [o’libia]: (μτφ.) πλημμύρα: ‘Εγινε ολύμπια’ (πλημμύρισε). Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • ογλήγορος [o’γliγoros]

    ογλήγορος, -η, -ο [o’γliγoros]: ο γρήγορος. [ο- + γρήγορος].

  • όψιμος [‘opsimos]

    όψιμος, -η, -ο [‘opsimos]: αυτός που αργεί να γίνει. [αρχ. ὄψιμος].