Κατηγορία: Ξ
-
ξύστρα, η [‘ksistra]
ξύστρα, η [‘ksistra]: εργαλείο για την αποτρίχωση κυρίως των αλόγων. [ξυσ- (ξύνω) -τρα (πρβ. αρχ. ξύστρα ‘ξυστήρα του μπάνιου’)· ξυστήρ(ι) μεγεθ. -α].
-
ξεσπινάω [ksespi’nao]
ξεσπινάω [ksespi’nao]: αφαιρώ τα σπόρια από τα κλουβιά ή το καλαμπόκι από το κότσαλο.
-
ξεσγουπίζω [ksezγu’pizo]
ξεσγουπίζω [ksezγu’pizo]: παίρνω επάνω μου κάτι.
-
ξεσβερκιάζω [ksesve’rcazo]
ξεσβερκιάζω [ksesve’rcazo]: χτυπάω κάποιον άσχημα, ξεκινώντας από τον σβέρκο. [ξε– + σβέρκ(ος) –ιάζω].
-
ξερικό, το [kseri’ko]
ξερικό, το [kseri’ko]: το χωράφι που δεν υδρεύεται. [ξερ(ός) -ικό].
-
ξέλαση, η [‘kselasi]
ξέλαση, η [‘kselasi]: η προσφορά εθελοντικής εργασίας άνευ αποδοχών. [αρχ. εξέλασις]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ξεΐγκλωτος [kse’iŋglotos]
ξεΐγκλωτος, -η, -ο [kse’iŋglotos]: α. αυτός που δεν έχει ζωστήρα (ίγκλα). β. (μτφ.) ασουλούπωτος [ξε- + μσν. ίγκλ(α) -ωτός < γίγκλα (αποβ. του αρχικού [j] ανάμεσα σε δύο φων. κατά τη συμπροφ. με το άρθρο: τη γίγκλα, μία γίγκλα) < κίγκλα (αφομ. ηχηρ. προς το ακόλουθο [ŋg] ) < λατ. *cingla (< cingula)· μσν. *ίγλα < ίγκλα με τροπή [g > γ] μετά την αποβ. του ριν. […]
-
ξεβουρτσάλι, το [ksevu’rtsali]
ξεβουρτσάλι, το [ksevu’rtsali]: το κλύσμα. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ξαρίζω [ksa’rizo]
ξαρίζω [ksa’rizo]: καθαρίζω, κόβω χόρτα και κλαδιά. [ίσως ηχομιμ.].
-
ξάγναντο, το [‘ksaγnando]
ξάγναντο, το [‘ksaγnando]: ψηλό και περίοπτο μέρος από όπου μπορεί κανείς να αγναντέψει: ‘Βγήκε στο ξάγναντο’. [ξαγναντ(εύω) -ο (αναδρ. σχημ.)].