Κατηγορία: Ν
-
ντορής, ο [do’ris]
ντορής, ο [do’ris]: ονομασία αλόγου με κοκκινωπό τρίχωμα. [τουρκ. dor(u) -ής]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ντορβάς, ο [do’rvas]
ντορβάς, ο [do’rvas]: σακούλι που κρεμιέται στο κεφάλι του ζώου για να τρώει καρπό. [τουρκ. torba ‘σακί΄-ς]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ντόπρος [‘dopros]
ντόπρος, -α, -ο [‘dopros]: ο ίσιος, ο απονήρευτος. [σλαβ. dobăr, dobro -ς]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
ντηριέμαι [di’rʝeme]
ντηριέμαι [di’rʝeme]: δυσκολεύομαι, επιφυλάσσομαι. [ντηρ(ούμαι) -ιέμαι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ντερέκι, το [de’reki]
ντερέκι, το [de’reki]: άνθρωπος πολύ ψηλός και λεπτός: ‘Ήταν ένα ντερέκι ίσαμ΄ εκεί πάνω΄. [τουρκ. direk ‘κολόνα, κατάρτι΄ -ι με τροπή του άτ. [ir > er] ]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ντεμέλα, η [de’mela]
ντεμέλα, η [de’mela]: μαξιλαροθήκη. [βεν. intemela]. Βλ. επίσης: https://ilialang.gr/προσκεφαλάδα-η-proskefalada/
-
νταραβερίζομαι [darave’rizome]
νταραβερίζομαι: α. συνεταιρίζομαι. β. έχω ερωτική παρέα. [ιταλ. dar(e) aver(e) -ίζομαι].
-
ντάνα, η [‘ndana]
ντάνα, η [‘ndana]: στοίβα από όμοια αντικείμενα, συνήθ. εμπορεύματα: ‘Nτάνες ξύλου’. [ιταλ. tana ‘βαθιά τρύπα στο χώμα, λουρίδα υφάσματος΄, με ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-ta > tinda > tin-da] ]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ντάλα [‘dala]
ντάλα [‘dala]: (επίρρ. χρον.): στην καρδιά μιας εποχής: ‘Ντάλα μεσημέρι, καταμεσήμερο καλοκαιρινής μέρας, με πολύ δυνατό ήλιο’. [τουρκ. dal ‘σκέτο, γυμνό΄ -α].
-
νταγιαντώ [daʝa’ndo]
νταγιαντώ [daʝa’ndo]: υπομένω, αντέχω: ‘Δεν νταγιάντιζε άλλο τη μιζέρια’. [τουρκ. dayand(ι) γ’ εν. αορ. του ρ. dayan- ‘στηρίζομαι, αντιστέκομαι΄ -ίζω· νταγιαντ(ίζω) μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. νταγιαντισ]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
νταβάς, ο [da’vas]
νταβάς, ο[da’vas]: είδος μικρού στρογγυλού ταψιού με ψηλά χείλη, που συνήθ. έχει δύο χέρια για να το κρατούν. [τουρκ. tava -ς και ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-t > tond > ton-d] ].
-
νοματαίοι, οι [noma’tei]
νοματαίοι, οι [noma’tei]: άνθρωποι, άτομα: ‘Στο σπίτι μαζόχτηκαν πολλοί νοματαίοι’. [μσν. ονομάτοι με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < ελνστ. ὀνόματα, τά ‘ονόματα ανθρώπων, άνθρωποι΄ νέα ονομ. οι ονομάτοι με βάση τον κοινό τύπο της γεν. των ονομάτων· νομάτ(οι) -αίοι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o, Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
νογάω [no’γao]
νογάω [no’γao]: αρχίζω να καταλαβαίνω: ‘Aυτός δε νογάει ντιπ’. [μσν.(;) νογώ < αρχ. νοῶ με ανάπτ. μεσοφ. [γ] για αποφυγή της χασμ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o, Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
νιτερέσο, το [nite’reso]
νιτερέσο, το [nite’reso]: συμφέρον: ‘Με συγγενή φάε και πιε και νιτερέσο χώρια’. [ιντ-: παλ. ιταλ. interesso· νιτ-: αντιμετάθ. [in > ni] για διάσπ. του συμφ. συμπλ.]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
νιρίζω [ni’rizo]
νιρίζω [ni’rizo]: κλαψουρίζω: ‘Μη νιρίζεις συνέχεια’.
-
νιόγαμπρα, τα [‘ɲoγambra]
νιόγαμπρα, τα [‘ɲoγambra]: οι νεόνυμφοι. [νέ(ος) -ο- γαμπρ(ός) -α με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. κατά το νιος]. Όπως και: https://ilialang.gr/νιογάμπρια-τα/
-
νιανιά [ɲa’ɲa]
νιανιά [ɲa’ɲa]: α. φαγητό μωρού. β. τροφή που είναι σαν μάζα, χωρίς σχήμα, ανακατεμένο. [λ. νηπιακή, ηχομιμ.].
-
νεραϊδοπαρμένος [neraiðopa’rmenos]
νεραϊδοπαρμένος, -η, -ο [neraiðopa’rmenos]: εκείνος όπου του πήραν τον νου οι νεράιδες, τρελός. [νεράιδ(α) -ο- + παρμένος μππ. του παίρνω].
-
νέμα, το [‘nema]
νέμα, το [‘nema]: το νήμα. [νήμα]. Όπως και: https://ilialang.gr/γνέμα-το/
-
νάκα, η [‘naka]
νάκα, η [‘naka]: πρόχειρη κούνια μωρού φτιαγμένη από ένα πανί και δυο ραβδιά. [αρχ. νάκ(η) -α].