Κατηγορία: Ν
-
νιογάμπρια, τα [ɲο’γambria]
νιογάμπρια, τα [ɲo’γambria]: το νιόπαντρο ζευγάρι. [μσν. νεόγαμπρος < νέ(ος) -ο- + γαμπρ(ός) -ος με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. κατά το νιος]. Όπως και: https://ilialang.gr/νιόγαμπρα-τα/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
νουρά, η [nu’ra]
νουρά, η [nu’ra]: ουρά. [ουρά με ανάπτ. αρχικού [n] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. και ανασυλλ. [tin-ur > tinur > ti-nur] ].
-
νέθω [‘neθo]
νέθω [‘neθo]: γνέθω. [(γ)νέθω].
-
νεροπούλι, το [nero’puli]
νεροπούλι, το [nero’puli]: είδος υδρόβιου πουλιού. [νερο- + πουλ(ί) -ι].
-
νεροσφαγδάκλι, το [nerosfa’rðakli]
νεροσφαγδάκλι, το [nerosfa’rðakli]: αυτός που πίνει πολύ νερό . [νερ(ό) –ο- + σφαρδάκλι (άγνωστης προέλευσης)].
-
νετάρω [ne’taro]
νετάρω [ne’taro]: α. αποτελειώνω μια δουλειά, τακτοποιώ μια υπόθεση· ξεμπερδεύω: ‘Nετάραμε με το ξεφόρτωμα’. β. (μτφ.) συντελώ στην οριστική καταστροφή κάποιου, τον αποτελειώνω. [βεν. netar -ω (ιταλ. nettare)]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
νυχτέρι, το [ni’xteri]
νυχτέρι, το [ni’xteri]: η νυχτερινή εργασία: ‘Τον έφαγε το νυχτέρι’. [ελνστ. νυκτέριος ‘νυχτερινός’, ουσιαστικοπ. ουδ. νυκτέριον (ενν. ἔργον) με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]].
-
νυφοστόλι, το [nifo’stoli]
νυφοστόλι, το [nifo’stoli]: το χρονικό διάστημα που γίνεται το στόλισμα της νύφης. [νύφ(η) -ο- στόλ(ισμα) -ι (πρβ. ελνστ. νυμφοστολῶ ‘συνοδεύω τη νύφη΄)]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
ντώνω [‘dono]
ντώνω [‘dono]: αφήνω, παρατάω, χαλαρώνω. [(τε)ντώνω].
-
ντρουμπούκι, το [dru’buki]
ντρουμπούκι, το [dru’buki]: ο καρπός του καλαμποκιού με το κότσαλο. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ντρίτσα, η [‘ndritsa]
ντρίτσα, η [‘ndritsa]: το ψάθινο καπέλο. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ντριβέλι, το [dri’veli]
ντριβέλι, το (dri’veli]: α. ζιζάνιο (χωραφιών), σαράκι. β. βάσανο: ‘H σκέψη αυτή του τρυπούσε το κεφάλι σαν ντριβέλι’. [μσν. τριβέλ(λ)ιον < παλ. ιταλ. trivell(o) -ιον > -ι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ντράφος, ο [‘ndrafos]
ντράφος, ο [‘ndrafos]: μεγάλη γράνα, τάφρος. [λόγ. < αρχ. τάφρος]. Όπως και: https://ilialang.gr/τράφος-ο/
-
ντραφιάζομαι [dra’fçazome]
ντραφιάζομαι [dra’fçazome]: πέφτω κάτω, παραπατώ, πέφτω μέσα σε γράνα ή τάφρο: ‘Καθώς κατέβαινα, νταφριάστηκα κα και μήτε να σηκωθώ δεν μπόρηγα’. [ίσως, τάφρ(ος) -ιάζομαι].
-
ντουντούκι, το [du’duki]
ντουντούκι, το [du’duki]: α. ο βλαστός του κρεμμυδιού ή του σφερδουκλιού. β. (μτφ.) ο πρησμένος. [ίσως, τουρκ. düdük -ι].
-
ντουνιάς, ο [du’ɲas]
ντουνιάς, ο [du’ɲas]: κόσμος: ‘Στα πανηγύρια μαζεύεται κόσμος και ντουνιάς’. [τουρκ. dünya (από τα αραβ.) -ας]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ντούλος, ο [‘dulos]
ντούλος, ο [‘dulos]: το μεγάλο κριάρι.
-
ντούζα [‘duza]
ντούζα [‘duza]: φούσκωσα από το πολύ φαγητό: ‘Έγινε η κοιλιά μου ντούζα’.
-
ντουγρού [du’γru]
ντουγρού [du’γru]: (επίρρ. τροπ.) ίσια, κατευθείαν: ‘Tράβηξα ντουγρού για το σπίτι’. [τουρκ. doğru και τροπή [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] ή από υποχωρ. αφομ. [o-u > u-u] ].
-
ντοριάζω [do’rʝazo]
ντοριάζω [do’rʝazo]: α. βρίσκω την σειρά μου, βρίσκω τον δρόμο μου. β. όταν το σκυλί ανακαλύπτει την μυρωδιά του θηράματος. [ < ντορ(ός) -ιάζω ‘τα ίχνη που αφήνει το θήραμα’ < άγνωστη ετυμολογία].