Κατηγορία: Ν
-
ντριτσινάω [dritsi’nao]
ντριτσινάω [dritsi’nao]: χοροπηδάω (για ζώα). Και: https://ilialang.gr/τριτσινάω/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ντρούδα, τα [‘druða]
ντρούδα, τα [‘druða]: τα ψίχουλα ψωμιού. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ντούνια, τα [‘duɲa]
ντούνια, τα [‘duɲa]: τα νιάτα: ‘Είναι στα ντούνια του’. [τουρκ düzen ‘τάξη, αρμονία’].
-
ντορός, ο [do’ros]
ντορός, ο [do’ros]: τα ίχνη που αφήνει το θήραμα: ‘Tο σκυλί βρίσκει τον ντορό’. β. (μτφ.) μπαίνω στον ντορό, αρχίζω να ζω μια τακτική, κάπως τυποποιημένη ζωή: ‘Όταν παντρευτεί, θα μπει κι αυτός στον ντορό’. [αλβ. toruam ‘ίχνος θηράματος, αχνάρι’ ή τουρκ. tore ‘συνήθεια, κανόνας’]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ντουβρώνω [du’vrono]
ντουβρώνω [du’vrono]: αναπτύσσομαι γρήγορα. http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ντούισκα, η [‘duiska]
ντούισκα, η [‘duiska]: συστάδα από φυτά βελανιδιάς. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
ντιπ [‘dip]
ντιπ [‘dip]: (επίρρ. τροπ.) τελείως, ολότελα: ‘Είναι ντιπ για ντιπ χαζός’. [τουρκ. dip ‘πάτος, κατώτατο σημείο΄].
-
νταραβέρι, το [dara’veri]
νταραβέρι, το [dara’veri]: α. οι σχέσεις στον εμπορικό, κοινωνικό ή ερωτικό τομέα, συνήθ. μειωτικά: ‘Δε θέλω να ΄χω νταραβέρια μ΄αυτόν’. β. φασαρία, αναστάτωση: ‘Mεγάλο νταραβέρι γίνεται εκεί πέρα’. γ. τα γεννητικά όργανα. [ιταλ. dar(e) aver(e) -ι από επιγραφές στα λογιστικά βιβλία: “το δώσει – το έχει”, `δούναι – λαβείν΄· ανομ. υγρών συμφ. [r-r > l-r] ].
-
νταραβίρα, η [dara’vira]
νταραβίρα, η [dara’vira]: σφυρίχτρα από καλάμι σιταριού. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
νταρντάνα, η [da’rdana]
νταρντάνα, η [da’rdana]: γυναίκα μεγαλόσωμη, γεροδεμένη: ‘Είναι νταρντάνα αυτή’. [ιταλ. tartana ‘πλατύ φορτηγό καράβι, μεγαλόσωμη γυναίκα΄ με ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [tin-ta > tinda > tin-da] και αφομ. ηχηρ. [d-t > d-d] ]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ντερβίσης, ο [de’rvisis]
ντερβίσης, ο [de’rvisis]: ο εξηγημένος, ο λεβέντης: ‘Ήταν και λεβέντης και ντερβίσης’. [τουρκ. dervis, περσ. προέλ. Ο τ. (Du Cange, τερβήσιδες) και τ. ντερμπ σήμ. κρητ. Η λ. και τ. δ και σήμ.].
-
ντερλικώνω [derli’kono]
ντερλικώνω [derli’kono]: τρώω υπερβολικά. [τουρκ. dirlik ‘άνετη ζωή, πλούτος΄ -ώνω με τροπή του άτ. [ir > er] ]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ντέρτι, το [‘derti]
ντέρτι, το [‘derti]: στενοχώρια, καημός συνήθ. ερωτικός: ‘Έχει ντέρτια και σεβντά’. [τουρκ. dert (από τα περσ.) -ι].
-
ντιβανοκασέλα [divanoka’sela]
ντιβανοκασέλα, η [divanoka’sela]: έπιπλο του οποίο το πάνω μέρος χρησιμοποιείται για ανάπαυλα ή ως κάθισμα και το εσωτερικό διαθέτει αποθηκευτικό χώρο. [ντιβάν(ι) -ο- + κασέλα].
-
νταλκάς, ο [da’lkas]
νταλκάς, ο [da’lkas]: μεγάλη, δυνατή επιθυμία, μεράκι: ‘Έχει μεγάλο νταλκά για έναν άντρα’. [τουρκ. dalga ‘αφηρημάδα, δόση ναρκωτικού΄ -ς ( [g > k] ;)].
-
νταμαχιάρης, ο [dama’çaris]
νταμαχιάρης, ο [dama’çaris]: πλεονέκτης, λαίμαργος, αχόρταγος. [πρβ. τουρκ. tamahkâr)]. Και: https://ilialang.gr/ταμαχιάρης-α-ικο-tamaxaris/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
νταμιτζάνα. η [dami’dzana]
νταμιτζάνα η [dami’dzana]: μεγάλο γυάλινο δοχείο, καλυμμένο με ψάθινο ή πλαστικό πλέγμα, κατάλληλο για κρασί ή για νερό. [ιταλ. damigiana < γαλλ. dame-jeanne (περιπαιχτικό) ‘κυρία Ιωάννα΄· λόγ επίδρ. με βάση το γαλλ. τύπο].
-
νταμπλάς, ο [da’blas]
νταμπλάς, ο [da’blas]: συγκοπή. [ντ-: τουρκ. damla -ς με ανάπτ. [b] ανάμεσα στο [m] και το [l] για διευκόλυνση της άρθρ.· τ-: αποηχηροπ. του αρχικού [d > t] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: τομάτα – ντομάτα]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
νταμπουράς, ο [dabu’ras]
νταμπουράς, ο [dabu’ras]: γενική ονομασία για μια σειρά από λαϊκά όργανα της οικογένειας του λαγούτου: ‘Παίζω τον νταμπουρά’. [μσν. ταμπουράς < τουρκ. tambura -ς (από τα περσ. ή μέσω του αραβ. tanbūr)]. Και: https://ilialang.gr/ταμπουράς-ο-tamburas/
-
ντάκος, ο [‘dakos]
ντάκος, ο [‘dakos]: το υποστήριγμα. [βεν. taco ‘κομμάτι ξύλο ή μέταλλο για υποστήριξη΄ -ς]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o