Κατηγορία: Μ
-
μουνούχης, ο [mu’nuçis]
μουνούχης, ο [mu’muçis]: α. ο ευνούχος. β. (μτφ.) άνθρωπος ανίκανος και τιποτένιος. [αρχ. εὐνοῦχος > μσν. *βνούχος (αποβ. του αρχικού άτ. φων.) > *μνούχος με τροπή [vn > mn] (σύγκρ. ελαύνω > λάμνω, χαύνος > αχαμνός) > μσν. μουνούχος (ανάπτ. [u] ανάμεσα σε αρχικό [m] και ακόλουθο σύμφ.)].
-
μουντζαλιά, η [mundza’ʎa]
μουντζαλιά, η [mundza’ʎa]: α. μουντζούρα από μελάνι. β. αταξία: ‘Έκανε μια μουντζαλιά αυτός και τον έδιωξε η γυναίκα’. [[πιθ. <περσ. muzh (Γιαννουλέλλης 1982, ΛΚΝ), αν όχι <επίθ. μουντός (Ανδρ.). Ο τ. μούζα στο Du Cange και σήμ. κρητ. και κυπρ. Η λ. (Meursius, μούνζα) και ο τ. μούτζα και σήμ.] < μούντζ(α) –αλιά]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μοίρινα, τα [‘mirina]
μοίρινα, τα [‘mirina]: γραμμένα της μοίρας: ‘Τι τα θες! Όλα είναι μοίρινα γραμμένα’. [μοίρ(α) -ινα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μολογώ [molo’γo]
μολογώ [molo’γo]: α. λέω, διηγούμαι κτ.: ‘Για μολόγα μου τα νέα’. β. ομολογώ. [μσν. μολογώ < ελνστ. ὁμολογῶ ‘εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου΄, αρχ. σημ. ‘συμφωνώ, λέω τα ίδια πράγματα΄]. Όπως και: https://ilialang.gr/μολογάω/ Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
μόμολο, το [‘momolo]
μόμολο, το [‘momolo]: ειρωνικός χαρακτηρισμός για μικρό παιδί, για γέρο ή γενικά για άνθρωπο ανίκανο να αντιμετωπίσει μια κατάσταση. [ιταλ. mommolo ‘μαλακό τηγανητό γλυκό από ρύζι΄]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μόρα, η [‘mora]
μόρα, η [‘mora]: ο βραχνάς: ‘Μόρα και κασίδα να σε πιάσει’ [σλαβ. mora ‘θανατικό΄].
-
μισοχώρι, το [miso’xori]
μισοχώρι, το [miso’xori]: εσωτερικός τοίχος σπιτιού. [μισ(ός) -ο- χώρ(ος) –ι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μιντέρι, το [min’deri]
μιντέρι, το [min’deri]: είδος χαμηλού ανατολίτικου καναπέ: ‘Κάθουνταν καθισμένοι ανακούρκουδα στα μιντέρια’. [τουρκ. minder (από τα αραβ.) -ι ‘ανάκλιντρο, μιντέρι’].
-
μισακάτορας, ο [misa’katoras]
μισακάτορας, ο [misa’katoras]: αυτός που εκμεταλλεύεται κατά το ήμισυ την ιδιοκτησία κάποιου άλλου. [μισακ(ός) + -άτορας]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μισάντρα, η [mi’sandra]
μισάντρα, η [mi’sandra]: χώρισμα του δωματίου, ξύλινο ή από καλάμια. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μισακός [misa’kos]
μισακός, -ιά, -ό [misa’kos]: κάτι που ανήκει σε δύο ή περισσότερους: ‘Αυτό είναι μισακό και να δούμε πως θα το χωρίσουμε’. [επίθ. μισ(ός) + – ακός]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μισογόμι, το [miso’γomi]
μισογόμι, το [miso’γomi]: α. φορτίο που μοιράζεται πάνω στο σαμάρι του ζώου. β. (μτφ.) άνθρωπος που γίνεται φορτίο σε κάποιον. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μισοκαδιάρα, η [misoka’ðʝara]
μισοκαδιάρα, η [misoka’ðʝara]: μπουκάλα που χωράει μισή οκά. [μισ(ός) –ο- κάδ(η) -ιάρα].
-
μιλιόρα, η [mi’ʎora]
μιλιόρα, η [mi’ʎora]: προβατίνα που έχει γεννήσει για πρώτη φορά. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o, http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μιλιόρι, το [mi’ʎori]
μιλιόρι, το [mi’ʎori]: το χρονιάρικο αρνί. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μερμελάει [merme’lai]
μερμελάει [merme’lai]: φαγούρα η οποία προκαλείται ύστερα από κάποιο τσίμπημα: ‘Με μερμελάει’. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μετερίζι, το [mete’rizi]
μετερίζι, το [mete’rizi]: μοίρα: ‘Φτιάνεις το μετερίζι σου’. [τουρκ. meteris ‘πρόχωμα, προμαχώνας’ (από τα περσ.) -ι (η αλλ. [-is > -iz] ίσως στις τουρκ. διαλέκτους των Βαλκανίων)].
-
μετζελούτα, η [medze’luta]
μετζελούτα, η [medze’luta]: τη στιγμή που κάποιος που πενθεί αρχίζει να ξανοίγει τα μαύρα.
-
μέντζες, οι [‘mendzes]
μέντζες, οι [‘mendzes]: ιδιοτροπίες κάποιου. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μερδικό, το [merði’ko]
μερδικό, το [merði’ko]: μερίδιο. [μσν. μερτικόν με τροπή τ σε δ]. Όπως και: https://ilialang.gr/μερτικό-το/