Κατηγορία: Μ
-
μπιρμπιλός [birbi’los]
μπιρμπιλός, -ή, -ό [birbi’los]: πολύχρωμος. [μπιρμπίλ(α) -ό]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπιρμπιλομάτα, η [birbilo’mata]
μπιρμπιλομάτα, η [birbilo’mata]: α. γυναίκα με βλέμμα παιχνιδιάρικο. β. η γίδα με ανοιχτόχρωμα μάτια. [μπιρμπιλ(ό) -ο- μάτ(ι) -α]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπερμπάντης, ο [ber’badis]
μπερμπάντης, ο [ber’badis]: αυτός που του αρέσουν οι γυναίκες. [ιταλ. birbant(e) ‘απατεώνας΄ -ης με τροπή του άτ. [ir > er] (σύγκρ. μηρός > μερί)· μπερμπάντ(ης) -άκος].
-
μπιζ, το [‘biz]
μπιζ, το [‘biz]: (άκλ.) ομαδικό παιχνίδι, στο οποίο κάποιος χωρίς να βλέπει πρέπει να μαντέψει ποιος από τους άλλους τον χτύπησε, καθώς και το σχετικό επιφώνημα. [ηχομιμ.].
-
μπίζια, τα [‘bizʝa]
μπίζια, τα [‘bizʝa]: ο αρακάς. [μπιζέλι < ιταλ. piselli, πληθ. του pisello που θεωρήθηκε ουδ. εν. (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: πιστόλα – μπιστόλα)].
-
μπερκέτια, η [ber’ketja]
μπερκέτια, η [ber’ketja]: σοδιά, αφθονία. [τουρκ. bereket ‘αφθονία’]. Πηγή: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html, http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μπερντάχι, το [ber’daçi]
μπερντάχι, το [ber’daçi]: α. ο ξυλοδαρμός: ‘Θα του ρίξω ένα μπερντάχι’. β. το κόντρα ξύρισμα. [τουρκ. perdah ‘γυάλισμα, ανάποδο ξύρισμα΄ -ι (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: πιστόλα – μπιστόλα)· παρετυμ. -άκι]. Πηγή: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
μπερσίμι, το [be’rsimi]
μπερσίμι, το [be’rsimi]: η στριμμένη μεταξωτή κλωστή. [τούρκ. ibrisim -ι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπενεβρέκι, το [bene’vreki]
μπενεβρέκι, το [bene’vreki]: κοντό παντελόνι που φορούσαν οι τσοπάνηδες το οποίο έμοιαζε με βράκα: ‘Έβαλε το μπενεβρέκι του και πήγε στα πρόβατα’. [τουρκ. benevrek ‘βράκα’]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπασγούνι, το [ba’sγuni]
μπασγούνι, το [ba’sγuni]: καρβέλι ξεροψημένου ψωμιού. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπάστακας, ο [‘bastakas]
μπάστακας, ο [‘bastakas]: (χωρίς γεν. πληθ.) α. ο ορθοστάτης που κρεμάμε τα παλτά στην είσοδο. β. (μτφ.) για κπ. που στέκεται όρθιος και ακίνητος με αποτέλεσμα να γίνεται ενοχλητικός: Tι στέκεσαι μπάστακας;’. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o, http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μπαστουνόβλαχος, ο [bastu’novlaxos]
μπαστουνόβλαχος, ο [bastu’novlaxos]: (μειωτ.) για αγροίκο, άξεστο άνθρωπο. [μπαστούν(ι) -ο- + βλάχος]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπαχαλός, ο [baxa’los]
μπαχαλός, ο [baxa’los]: κουτός, παλαβός. [ίσως, μπάχαλ(ο) -ος]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπαχατέλα, η [baxa’tela]
μπαχατέλα, η [baxa’tela]: α. (μειωτ.) για γυναίκα ηλικιωμένη που είναι άχαρη και άξεστη. β. για οτιδήποτε παλιό. [ιταλ. bagattella [g > x] ;].
-
μπίρι μπίρι, το [‘biri ‘biri]
μπίρι μπίρι [‘biri ‘biri]: η λογοδιάρροια, μουρμούρα: ‘Μας έπιασε το μπίρι μπίρι και στασό δεν είχαμε’ (μας έπιασε την λογοδιάρροια και δεν καθόμασταν κιόλας).
-
μπαρμπαλώνουμαι [barba’lonume]
μπαρμπαλώνουμαι [barba’lonume]: σκεπάζομαι μέχρι το κεφάλι, κουκουλώνομαι. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπάλιος [‘baʎos]
μπάλιος, -ια, -ιο [‘baʎos]: άλογο που έχει άσπρο κούτελο. [αρομ. bal’iŭ ή αρχ. επίθ. βαλιός. Η λ. συν. στον τ. ιους σήμ. ιδιωμ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπαμπαλής, ο [baba’lis]
μπαμπαλής, ο [baba’lis]: μειωτικός χαρακτηρισμός για ηλικιωμένο: ‘Αυτός είναι μπαμπαλής’. [ίσως αρχ. παμπάλαιον ‘πολύ παλιό΄ > *πάμπαλ(ον) -ής (ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b] )] < ή babalık = πατρότητα. || πατριός. || γέρος].
-
μπαμπάτσικος [ba’batsikos]
μπαμπάτσικος, -η, -ο [ba’batsikos]: καλοθρεμμένος: ‘Είναι μπαμπάτσικο παιδί’. [τουρκ. babas ‘ο πιο μεγαλόσωμος και ηλικιωμένος κόκορας του κορετσιού’ -ικος]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπαμπουλώνομαι [babu’lonome]
μπαμπουλώνομαι [babu’lonome]: ντύνομαι με πολλά και ζεστά ρούχα μέχρι το κεφάλι. [μπαμπούλ(ας) -ώνομαι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o