Κατηγορία: Μ
-
μπουρδούκλωμα, το [bu’rðukloma]
μπουρδούκλωμα, το [bu’rðukloma]: η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του μπουρδουκλώνω. [μπουρδουκλώ(νω) -μα].
-
μπουκουβάλα, η [buku’vala]
μπουκουβάλα, η [buku’vala]: ψωμί τριμμένο σε λάδι.
-
μπουναμάς, ο [buna’mas]
μπουναμάς, ο [buna’mas]: το φιλοδώρημα στα παιδιά τις γιορτές: ‘Πρωτοχρονιάτικος μπουναμάς’. [βεν. bonama(n) ‘φιλοδώρημα για ανταμοιβή υπηρεσίας, χριστουγεννιάτικο ή πρωτοχρονιάτικο δώρο΄ -ς· τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] ]. Και: https://ilialang.gr/μπουλαμάς-ο-bulamas/
-
μπουμπουνοκέφαλος [bubuno’kefalos]
μπουμπουνοκέλαφος [bubuno’kefalos]: βλάκας, ανόητος. [ίσως ηχομιμ. πιθ. συνδ. με μπουμπουν(ίζω) -ας (αναδρ. σχημ.) κεφάλ(ι) -ος].
-
μπουζουριάζω [buzu’rjazo]
μπουζουριάζω [buzu’rjazo]: συλλαμβάνω και φυλακίζω κπ. [ίσως από το τουρκ buruşmak ‘ζαρώνω, σουρώνω, μαζεύω’]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μποστάνι, το [bo’stani]
μποστάνι, το [bo’stani]: το περιβόλι. [τουρκ. bostan (από τα περσ.) -ι].
-
μπότι, η [‘boti]
μπότι, η [‘bοti]: η στάμνα. [ιταλ. botti(glia)].
-
μπότσα, η [‘botsa]
μπότσα, η [‘botsa]: πήλινο ή γυάλινο αγγείο υγρών που χωρούσε δύο οκάδες τσίπουρου: ‘Γέμισε την μπότσα’. [πιθ. <ιταλ. bozza. Η λ. με διαφορ. προέλ. (<βεν. bozza ‘δοχείο λαδιού ή κρασιού’ στο Du Cange (τζ) και σήμ. ιδιωμ)].
-
μποτσίκι, το [bi’tʃiki]
μποτσίκι, το [bo’tʃiki]: το άγριο κρεμμύδι. [σλαβ. bocik(a) -ι].
-
μπουγιουρντί, το [buʝu’rdi]
μπουγιουρντί, το [buʝu’rdi]: επίσημο έγγραφο, ιδίως διαταγή, συνήθ. με δυσάρεστο περιεχόμενο: ‘Mου ΄ρθε το μουγιουρντί να πληρώσω’. [τουρκ. buyurd-ι γ’ εν. του ρ. buyur ‘διατάζω΄ (πρβ. μσν. μπουγιουρουλντί < τουρκ. buyrultu ‘επίσημη γραπτή διαταγή΄)].
-
μπορντούρα, η [bo’rdura]
μπορντούρα, η [bo’rdura]: διακοσμητικό στοιχείο (συνήθ. με μορφή ταινίας) στις άκρες μιας επιφάνειας, ιδίως υφάσματος: ‘Tραπεζομάντιλο με μεταξωτή μπορντούρα’. [ιταλ. bordura].
-
μπομπότα, η [bo’bota]
μπομπότα, η [bo’bota]: ψωμί παρασκευασμένο από καλαμποκίσιο αλεύρι. [αλβ. bobot(;) -α]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μπονόρα [bo’nora]
μπονόρα [bo’nora]: (επιρρ.) πολύ πρωί, το ξημέρωμα: ‘Ήρθε από μπονόρα για τις ελιές’. [ιταλ. φρ. a buonora ‘πρωί πρωί’].
-
μποξάς, ο [bo’ksas]
μποξάς, ο [bo’ksas]: χοντρό σάλι συνήθ. σκούρο με το οποίο τύλιγαν τα ρούχα πριν τα αποθηκεύσουν. [τουρκ. bokça, bohça -ς].
-
μπολιάρης [bo’ʎaris]
μπολιάρης, -α, -ικο [bo’ʎaris]: αυτός που γυρίζει από δω κι από κει: ‘Γυρίζει σα μπολιάρης!’.
-
μπογάνα, η [bo’γana]
μπογάνα, η [bo’γana]: καπάκι που τοποθετούσαν πάνω σε ταψί που θα έμπαινε στη χόβολη. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπισμπίκης, ο [bi’sbikis]
μπισμπίκης, ο [bi’sbikis]: αυτός που επιδιώκει ή έχει πολλές, συνήθ. εξωσυζυγικές, ερωτικές δραστηριότητες: ‘Είναι ένας μπισμπίκης αυτός!’. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπιστός [bi’stos]
μπιστός, -ή, -ό [bi’stos]: ο έμπιστος. [(έ)μπιστος]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπιχλιμπίδι, το [bixli’biði]
μπιχλιμπίδι, το [bixli’biði]: α. διακοσμητικά μικροκατασκευάσματα. β. (στον πληθυντικό) γεννητικά όργανα. [μπιχλιμπίδι < ίσως αναδιπλ. τύπος του αραβ. bihl ‘ασήμαντη ποσότητα, ψιλοπράγματα’].
-
μποβίτης, ο [bo’vitis]
μποβίτης, ο [bo’vitis]: σχοινί με το οποίο έδεναν την πάνα. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o