Κατηγορία: Μ
-
μάτσα, η [‘matsa]
μάτσα, η [‘matsa]: κομμάτι χώματος. [ιταλ. mazz(o) -α].
-
μάσα, η [‘masa]
μάσα, η [‘masa]: σιδερένιο εργαλείο που μοιάζει με γυρτό φτυάρι. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μαραφουλάω [marafu’lao]
μαραφουλάω [marafu’lao]: ψάχνω στα κρυφά.
-
μαντηλαριά, η [mandila’rʝa]
μαντηλαριά, η [mandila’rʝa]: η μπόλια, το μαντήλι μαλλιών. [μαντήλ(ι) -αριά]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μάμα, η [‘mama]
μάμα, η [‘mama]: το στομάχι των πουλερικών. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μαλαγρώνω [mala’γrono]
μαλαγρώνω [mala’γrono]: καλοπιάνω κπ. [μαλαγ(άνας) -ρώνω]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μαλαγανιά, η [malaγa’ɲa]
μαλαγανιά, η [malaγa’ɲa]: το καλόπιασμα. [μαλαγάν(α) -ιά < ίσως ισπαν. malagana].
-
μακινάρισμα, το [maki’narizma]
μακινάρισμα, το [maki’narizma]: το καθάρισμα της σταφίδας από ακαθαρσίες. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μαγκάνα, η [ma’gana]
μαγκάνα, η [ma’gana]: το μάλωμα.
-
μποκές, ο [bo’kes]
μποκές, ο [bo’kes]: η ανθοδέσμη. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μαβλάω [ma’vlao]
μαβλάω [ma’vlao]: καλώ με ήχους τα ζώα για να φάνε. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μπίγουλη, η [‘biγuli]
μπίγουλη, η [‘biγuli]: φιδές.
-
μουλαίμικο, το [mu’lemiko]
μουλαίμικο, το [mu’lemiko]: το ήρεμο υποζύγιο. [ιταλ. mulo ‘μουλάρι, μπάσταρδος΄ -ς· μούλ(ος) -αίμικο]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μπροστομούνα, η [brosto’muna]
μπροστομούνα, η [brosto’muna]: η ποδιά που φοράει η νοικοκυρά. [(επιρρ.) μπροστ(ά) -ο- μουν(ί) -α]. Όπως και: https://ilialang.gr/μπροστομούνι-το-brostomuɲi/ Επίσης: https://ilialang.gr/μπροστέλα-η/
-
ματσάδα, η [ma’tsaða]
ματσάδα, η [ma’tsaða]: κομμάτι χώματος. [ιταλ. mazz(o) -άδα].
-
μελιγγίτης, ο [meli’ŋgitis]
μελιγγίτης, ο [meli’ŋgitis]: μηνιγγίτιδα. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μπαχουμάς, ο [baxu’mas]
μπαχουμάς, ο [baxu’mas]: παχουλός άνδρας. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μπαχαλιαίνω [baxa’ʎeno]
μπαχαλιαίνω [baxa’ʎeno]: απογίνομαι: ‘Έχει μπαχαλέψει τελείως ο γέροντας’ (είναι ανίκανος πια για δουλειές). [μπαχαλ(ός) -ιαίνω].
-
μπαχτσές, ο [bax’tses]
μπαχτσές, ο [bax’tses]: ο κήπος. [-χτσ-: τουρκ. bahçe -ς (από τα περσ.)· -ξ-: αποβ. του [t] για απλοπ. του συμφ. συμπλ. και ανομ. τρόπου άρθρ. [xs > ks] ]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μπροστομούνι, το [brosto’muɲi]
μπροστομούνι, το [brosto’muɲi]: η ποδιά που φοράει η νοικοκυρά. [μπροστ(ά) -ο- μουνί]. Όπως και: https://ilialang.gr/μπροστομούνα-η-brostomuna/ Επίσης: https://ilialang.gr/μπροστέλα-η/