Κατηγορία: Μ

  • μαλαγάνας, ο [mala’γanas]

    μαλαγάνας, ο [mala’γanas]: α. ο καταφερτζής. β. ο πολυλογάς. [ίσως ισπαν. malagana ‘λιποθυμία΄ & -ς]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • μάγγανο, το [ma’ŋgano]

    μάγγανο, το [‘maŋgano]: η φιλονικία συνήθως μεταξύ της πεθεράς και της νύφης: ‘Αχ και θα΄χουμε μάγγανα!’. [μτγν. ουσ. μάγγανον. Η λ. και σήμ. (ο)].