Κατηγορία: Μ
-
μερέλας, ο [me’relas]
μερέλας, ο [me’relas]: ο βλάκας.
-
μελιγκώνι, το [meli’ŋgoni]
μελιγκώνι,το [meli’ŋgoni]: είδος μυρμηγκιού που εντοπίζεται στα δέντρα. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μαχαλάς, ο [maxa’las]
μαχαλάς, ο [maxa’las]: γειτονιά ή συνοικία: ‘Πάω στον πάνω μαχαλά’. [τουρκ. mahall(e) (από τα αραβ.) -άς].
-
μαυλάω [ma’vlao]
μαυλάω [ma’vlao]: καλώ τα κατοικίδια να έρθουν κοντά μου με διαφορετικό για το καθένα όνομα και φωνή. [ελνστ. μαυλ (ίζω) –αω ‘παρακινώ ένα ζώο με λόγια και κινήσεις να έλθει κοντά μου’]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
μάτερο, το [‘matero]
μάτερο, το [‘matero]: το καλλιεργήσιμο χωράφι. [ίσως, ιταλ. materia].
-
ματαράτσι, το [mata’ratsi]
ματαράτσι, το [mata’ratsi]: α. μάλλινο υφαντό που το χρησιμοποιούσαν ως σκέπασμα. β. σάκος. [ιταλ. matarazzo ‘κατάλληλο στρώμα’ -ι].
-
μαστραπάς, ο [mastra’pas]
μαστραπάς, ο [mastra’pas]: μικρό φορητό δοχείο για τοποθέτηση υγρών, ιδίως πόσιμου νερού ή κρασιού. [μσν. μαστραπάς < τουρκ. maşrapa -ς με ανάπτ. [t] για διευκόλυνση της άρθρ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
μαστάρι, το [ma’stari]
μαστάρι, το [ma’stari]: μαστός ζώου. [μσν. μαστάρι < ελνστ. μαστάριον υποκορ. του αρχ. μαστός].
-
μασούρι, το [ma’suri]
μασούρι, το [ma’suri]: ποσότητα νήματος ή κλωστής μαζεμένη έτσι ώστε να σχηματίζει κύλινδρο: ‘Τα ‘βαλε τα μασούρια και άρχισε να υφαίνει’ [μσν. μασούριον < τουρκ. masur(a) (από τα περσ.) -ιον]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
μασκαλιάρης, ο [maska’ʎaris]
μασκαλιάρης, ο [maska’ʎaris]: ο δεύτερος στη σειρά εργάτης από αυτούς που οργώνουν.
-
μασιά, η [ma’sça]
μασιά, η [ma’sça]: εργαλείο για το ανακάτεμα της φωτιάς. [τουρκ. maşa (αραβ. mihassa) με ανάλ. του ş σε sι].
-
μαρτίνα, η [ma’rtina]
μαρτίνα, η [ma’rtina]: γίδα ή προβατίνα που έχουμε για τις ανάγκες του σπιτιού.
-
μαρμίτα, η [ma’rmita]
μαρμίτα, η [ma’rmita]: το χρήμα: ‘Έδειξε τη μαρμίτα του για να μας κάνει τον αφέντη’. [ ιταλ. marmitta ‘είδος μεταλλικού σκεύους, η χύτρα’ < γαλλ. marmite].
-
μαρμάρα, η [ma’rmara]
μαρμάρα, η [ma’rmara]: η στείρα προβατίνα.
-
μαρκαλάω [marka’lao]
μαρκαλάω [marka’lao]: α. η σεξουαλική πράξη των ζώων. β. (μειωτ.) για γυναίκα ανήθικη που ερωτοτροπεί με πολλούς συντρόφους [μάρκαλ(ος) -ιέμαι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μανόγαλο, το [ma’noγalo]
μανόγαλο, το [ma’noγalo]: το γάλα της μάνας: ‘Του έκοψε το μανόγαλο’. [μάν(α) -ο- γάλ(α) -ο]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μανιαμούνιας, ο [maɲa’muɲas]
μανιαμούνιας, ο [maɲa’muɲas]: αυτός που εξαρτάται από την μητέρα ή την γυναίκα του.
-
μανέστρα, η [ma’nestra]
μανέστρα, η [ma’nestra]: είδος ζυμαρικού κομμένου σε μικρά κυβάκια: ‘Πάλι μανέστρα θα φάμε σήμερα;’. [βεν. manestra]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μαλιναρίζω [malina’rizo]
μαλιναρίζω [malina’rizo]: φοβάμαι, τρομάζω κπ.: ‘Με μαλινάρισες’. [μαλίν(α) -αρίζω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μαλαπέρδα, η [mala’perða]
μαλαπέρδα, η [mala’perða]: α. το μεγάλο πέος. β. (μειωτ.) υβριστικός χαρακτηρισμός για κπ. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o