Κατηγορία: Μ
-
μονοβύζα, η [mono’viza]
μονοβύζα, η [mono’viza]: το ζώο που έχει ένα στήθος. [μον(ό) -ο- βυζ(ί) -α].
-
μοναρχίδης, ο [mona’rxiðis]
μοναρχίδης, ο [mona’rxiðis]: το ζώο που έχει μόνο έναν όρχη. [μόν(ος) αρχίδ(η) -ης].
-
μονάντερος [mo’nanderos]
μονάντερος, -η, -ο [mo’nanderos]: (μτφ.) ο αχόρταγος. [μόν(ος) άντερ(ο) -ος]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μόλογο, το [‘moloγo]
μόλογο, το [‘moloγo]; ο διασυρμός. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μολογάω [molo’γao]
μολογάω [molo’γao]: α. λέω, διηγούμαι κτ. β. ομολογώ. [μσν. μολογώ < ελνστ. ὁμολογῶ ‘εξομολογούμαι τις αμαρτίες μου΄, αρχ. σημ. ‘συμφωνώ, λέω τα ίδια πράγματα΄]. Όπως και: https://ilialang.gr/μολογώ-moloγo/
-
μολεύω [mo’levo]
μολεύω [mo’levo]: μολύνω. [αρχ. μολ(ύνω) μεταπλ. -εύω (διαφ. το αρχ. μολεύω ‘μεταφυτεύω΄)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
μόλεμα, το [‘molema]
μόλεμα, το [‘molema]: η μόλυνση. [αρχ. μολ(ύνω) -εμα (διαφ. το αρχ. μολεύω ‘μεταφυτεύω΄)].
-
μιτάρι, το [mi’tari]
μιτάρι, το [mi’tari]: εξάρτημα αργαλειού με τη βοήθεια του οποίου ανοίγουν το στημόνι για να περάσει η σαΐτα με το υφάδι. [ελνστ. μιτάριον υποκορ. του αρχ. μίτος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
μισοφόρι, το [miso’fori]
μισοφόρι, το [miso’fori]: γυναικείο ρούχο, συνήθ. όμοιο με φούστα, που το φορούν κάτω από το φόρεμα ή τη φούστα: ‘Είναι κολλημένος στο μισοφόρι της κυράς του’. [μισο- + φορ(ώ) -ι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
μισοκαδιάρικο, το [misoka’ðʝariko]
μισοκαδιάρικο, το [misoka’ðʝariko]: ο αδύνατος και κοντός άνθρωπος.
-
μιλιούνι, το [mi’ʎuni]
μιλιούνι, το [mi’ʎuni]: χιλιάδες, εκατομμύρια. [ιταλ. million(e) -ι ( [o > u] από κλειστή προφ. του [o] στα νότ. ιταλ.)].
-
μιζούλι, το [mi’zuli]
μιζούλι, το [mi’zuli]: το εξάνθημα, η ακμή. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μεσαριά, η [mesa’rʝa]
μεσαριά, η [mesa’rʝa]: α. χωράφι που δεν έχουν σπείρει μεταξύ άλλων σπαρμένων. β. ενδιάμεση δίοδος, δρόμος. [μέσ(ος) -αριά].
-
μεσάντρα, η [me’sandra]
μεσάντρα, η [me’sandra]: το χώρισμα των δωματίων με σανίδες. [μέσ(ος) +(μ)άντρα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μεσάλα, η [me’sala]
μεσάλα, η [me’sala]: το τραπεζομάντηλο. [λατ. mensale ‘τραπεζομάτηλο’ -α]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μερτικό, το [merti’ko]
μερτικό, το [merti’ko]: το μερίδιο. [μσν. μερτικόν ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. μεριτικός (με συγκ. του άτ. [i] ύστερα από [r] ) < μερίτ(ης < μέρ(ος) -ίτης) ‘μέτοχος΄ -ικός· μσν. μερδικόν < μερτικόν με επίδρ. του μερίδιν (< μερίδιον)]. Όπως και: https://ilialang.gr/μερδικό/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μεροφάγι, το [mero’faγi]
μεροφάγι, το [mero’faγi]: η τροφή μιας ημέρας. [μέρ(α) -ο- + φα(ΐ) -γι].
-
μεροδούλι, το [mero’ðuli]
μεροδούλι, το [mero’ðuli]: α. η εργασία μιας ημέρας. β. μεροκάματο. [μέρ(α) -ο- + δουλ(ειά) -ι].
-
μεριά, η [me’rʝa]
μεριά, η [me’rʝa]: το μέρος, ο τόπος: ‘Στη δική μου τη μεριά δεν τα κάνουμε αυτά τα πράματα’. [μσν. μερέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < μέρ(ος) -έα > -ιά].
-
μερεμέτι, το [mere’meti]
μερεμέτι, το [mere’meti]: α. επιδιόρθωση μικρής βλάβης. β. (μτφ.) ξυλοδαρμός. [τουρκ meramet, meremet ‘επισκευή’]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf