Κατηγορία: Μ
-
μουτσούνα, η [mu’tsuna]
μουτσούνα, η [mu’tsuna]: το πρόσωπο, η φάτσα. [μσν. *μουτσούνα (πρβ. μσν. μούτσουνον, χονδρομουτσούνα) < μσν. μουσούνα ( [t > ts] ) < ιταλ. (νότ. διάλ;) musone ‘που κάνει γκριμάτσες για να δείξει δυσαρέσκεια’ ( [o > u] από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ.) θηλ. κατά το φάτσα· μουτσούν(α) -άρα].
-
μούτρο, το [‘mutro]
μούτρο, το [‘mutro]: α. (μτφ) ο παλιάνθρωπος. β. το πρόσωπο. [παλ. ιταλ. mutria (θηλ. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ.) με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε σύμφ., [r] και φων. (σύγκρ. τριακόσιοι > τρακόσιοι)· μούτρ(ο) -άκλα].
-
μουστρίζω [mu’strizo]
μουστρίζω [mu’strizo]: αλείφω: ‘Κάθε καλοκαίρι μουστρίζει την αυλή’. [ιταλ. mostra ‘παρουσίαση, επίδειξη, βιτρίνα’ -ίζω].
-
μουστερής, ο [muste’ris]
μουστερής, ο [muste’ris]: αγοραστής ή πελάτης και με επέκταση αυτός που ενδιαφέρεται για κτ. με σκοπό να το αποκτήσει. [τουρκ. müşteri -ς]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
μούσκα, η [‘muska]
μούσκα, η [‘muska]: η γίδα με το γκρίζο μονόχρωμο τρίχωμα.
-
μουσίτσα, η [mu’sitsa]
μουσίτσα, η [mu’sitsa]: α.μύγα. β. πονηρός. [ίσως τουρκ. mus(a) ‘ξυράφι’ -ίτσα].
-
μουρχούτας, ο [mu’rxutas]
μουρχούτας, ο [mu’rxutas]: ο φαγάς. [αρχ. μουχρούτιν -ας ‘μεγάλη βαθιά πήλινη λεκάνη όπου τοποθετούσαν φαγητό’].
-
μουρχούτα, η [mu’rxuta]
μουρχούτα, η [mu’rxuta]: το βαθύ πιάτο. [αρχ. μουχρούτιν -α ‘μεγάλη βαθιά πήλινη λεκάνη όπου τοποθετούσαν φαγητό’].
-
μουρντάρης, ο [mu’rdaris]
μουρντάρης, ο [mu’rdaris]: αυτός που επιδιώκει ή έχει πολλές, συνήθ. εξωσυζυγικές, ερωτικές δραστηριότητες: ‘Είναι ένας μουρντάρης αυτός!’. [τουρκ. murdar ‘βρομιάρης΄ -ης· μουρντάρ(ης) -α].
-
μουργέλα, η [mu’rγela]
μουργέλα, η [mu’rγela]: α. μύγα που πηγαίνει στα ζώα. β. (μτφ.) βαρεμάρα: ‘Με έπιασε μια μουργέλα’.
-
μούργα, η [Ꞌmurγa]
μούργα, η [‘murγa]: α. το κατακάθι του λαδιού. β. η μελαμψή γυναίκα. [αντδ. < λατ. amurga (αποβ. του αρχικού άτ. φων. από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-amu > miamu > mia–mu] ) ή μέσω του ιταλ. murga < αρχ. ἀμόργη (ίδ. σημ. καθώς και όν. σχετικής βαφής)].
-
μουνουχισμένος [munuxi’smenos]
μουνουχισμένος, -η, -ο [munuxi’smenos]: α. ο ευνουχισμένος. β. ο άπραγος, ο απερίσκεπτος, όποιος δεν έχει κότσια.
-
μουνόπανο, το [mu’nopano]
μουνόπανο, το [mu’nopano]: το πανί που χρησιμοποιούσαν πριν τις σερβιέτες. [μουν(ί) -ο- παν(ί) -ό].
-
μουνομαγεμένος, ο [munomaγe’menos]
μουνομαγεμένος, ο [munomaγe’menos]: ο υποτακτικός μιας γυναίκας. [μουν(ί) -ο- μαγεμένος].
-
μούλος, ο [‘mulos]
μούλος, ο [‘mulos]: ο νόθος, ο μπάσταρδος: ‘Μούλε!’. [ιταλ. mulo ‘μουλάρι, μπάσταρδος΄ -ς· μούλ(ος) -α].
-
μουγγός [mu’ŋgos]
μουγγός, -ή, -ό [mu’ŋgos]: που δεν μπορεί να μιλήσει. [ελνστ. μογγός ‘βραχνός, με δυσκολία στην ομιλία΄ ( [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] )].
-
μουγγαμάρα, η [muŋga’mara]
μουγγαμάρα, η [muŋga’mara]: η απόλυτη σιωπή: ‘Τον έπιασε μουγγαμάρα’. [μουγγ(ός) -αμάρα].
-
μόστρα, η [‘mostra]
μόστρα, η [‘mostra]: α. δείγμα εμπορεύματος: ‘Τα ‘έβαλε εκεί για μόστρα’. β. η φάτσα: ‘Θα μου χαλάσει τη μόστρα’ (την εικόνα κπ.) [μσν. μόστρα ‘στρατιωτική επίδειξη, δείγμα εμπορεύματος΄ < ιταλ. mostra ‘παρουσίαση, επίδειξη, βιτρίνα΄]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
μόρτης, ο [‘mortis]
μόρτης, ο [‘mortis], μόρτισσα, η [‘mortisa]: το αλάνι, το κουτσαβάκι. [ίσως τουρκ. (λαϊκ.) morti ‘πεθαμένος΄ -ς < ιταλ. morti πληθ. της λ. morto ‘πεθαμένος΄· μόρτ(ης) -ισσα].
-
μονοημερνά [monoime’rna]
μονοημερνά [monoime’rna]: (επιρρ.) εντός της ημέρας: ‘Τα σταφύλια μαζεύουνται μονοημερνά’. [μον(ός) -ο- ημέρ(α) -να].