Κατηγορία: Μ
-
μπάτσα, η [‘batsa]
μπάτσα, η [‘batsa]: το χαστούκι. [ιταλ. bazza ‘πιγούνι που προεξέχει’].
-
μπασταρδέλι, το [basta’rðeli]
μπασταρδέλι, το [basta’rðeli]: το νόθο παιδί. [ιταλ. bastard(o) -έλι].
-
μπασιά, η [ba’sça]
μπασιά, η [ba’sça]: το πέρασμα, η είσοδος. [μσν. εμπασιά, μπασία < εμπασία με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < ελνστ. ἔμβασ(ις) (προφ. [mb] ) ‘χώρος εισόδου’, αρχ. σημ.: ‘σημείο πατήματος’ -ία].
-
μπαρδαβίτσα, η [barða’vitsa]
μπαρδαβίτσα, η [barða’vitsa]: εξόγκωμα στο δέρμα, κυρίως στα άκρα.
-
μπαράκα, η [ba’raka]
μπαράκα, η [ba’raka]: παράπηγμα. [<βεν. baraca. Τ. ‑γκα σήμ. ιδιωμ. και παράγκα κοιν. Η λ. στο Meursius].
-
μπαξές, ο [ba’kses]
μπαξές, ο [ba’kses]: το περιβόλι, ο κήπος. [-χτσ-: τουρκ. bahçe -ς (από τα περσ.)· -ξ-: αποβ. του [t] για απλοπ. του συμφ. συμπλ. και ανομ. τρόπου άρθρ. [xs > ks] ].
-
μπαντανία, η [banda’nia]
μπαντανία, η [banda’nia]: χονδρή κουβέρτα από προβατόμαλλο, περασμένη από νεροτριβή.
-
μπανταβός [banda’vos]
μπανταβός, η, ο [banda’vos]: ο βλάκας, ο χαζός: ‘Μα είσαι τελείως μπανταβή;’
-
μπαμπόγρια, η [ba’mboγria]
μπαμπόγρια, η [ba’mboγria]: η κακιά γριά. [μπάμπ(ω) -ο- + γριά].
-
μπαμπέσης, ο [ba’besis]
μπαμπέσης, ο [ba’besis]: ο προδότης. [αλβ. pabes(ë) -ης με ηχηροπ. του αρχικού [p > b] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-p > tomb > tom-b]· μπαμπέσ(ης) -α].
-
μπαλτάς, ο [ba’ltas]
μπαλτάς, ο [ba’ltas]: ο πέλεκυς, το τσεκούρι. [τουρκ. balta -ς· ηχηροπ. [t > d] από επίδρ. του [l] ].
-
μπαλντίμι, το [ba’ldimi]
μπαλντίμι, το [ba’ldimi]: οι δερμάτινες λουρίδες που συνδέουν το σαμάρι με το ζώο.
-
μπάλια, η [‘baʎa]
μπάλια, η [‘baʎa]: προβατίνα με ασπρόμαυρο πρόσωπο.
-
μπακράτσια, η [ba’kratsça]
μπακράτσια, η [ba’kratsça]: η καρδάρα. [τουρκ . bacraç -ια]. Όπως και: https://ilialang.gr/μπακράτσι-το/
-
μπακούρω, η [ba’kuro]
μπακούρω, η [ba’kuro]: η χαζή, η άμυαλη γυναίκα, η χοντροκαμωμένη. [τουρκ. bakir ‘παρθενικός’ (από τα αραβ.) -ω].
-
μπακίρι, το [ba’kiri]
μπακίρι, το [ba’kiri]: χαλκωματένιο σκεύος. [τουρκ. bakιr -ι].
-
μπακανιάρικο, το [baka’ɲariko]
μπακανιάρικο, το [baka’ɲariko]: το άρρωστο παιδί. [αλβ. baka -νιάρικο ‘η κοιλιά’].
-
μπαΐρι, το [ba’iri]
μπαΐρι, το [ba’iri]: το ακαλλιέργητο χωράφι: ‘Τό ‘πει μπαΐρι εκειδά παρατημένο’ (το έχει αφήσει ακαλλιέργητο). [τουρκ. bayir -ι ‘πλαγιά’].
-
μπαγάσας, ο [ba’γasas]
μπαγάσας, ο [ba’γasas]: α. ο διεφθαρμένος άνδρας, ο παλιάνθρωπος. β. χαρακτηρισμός για οικείο πρόσωπο χωρίς αρνητική συνδήλωση: ‘Πού είσαι βρε μπαγάσα;’. [μσν. μπαγάσα ‘πόρνη’ -ς < ιταλ. bagascia].
-
μπαγάδια, τα [ba’γaðʝa]
μπαγάδια, τα [ba’γaðʝa]: οι όρχεις.