Κατηγορία: Λ
-
λάγαρο, το [‘laγaro]
λάγαρο, το [‘laγaro]: το καθαρό νερό. [αρχ. λαγαρός ‘χαλαρός, λεπτός, ευκίνητος΄ (η σημερ. σημ. μσν.)]. http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λαγαρώ [laγa’ro]
λαγαρώ [laγa’ro]: καθαρίζομαι. [αρχ λαγαρ(ός) –ώ]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λαγγεύω [la’gevo]
λαγγεύω [la’gevo]: λιγώνομαι: ‘Με λάγγεψε με το βλέμμα του’. [μσν. *λαγγεύω (πρβ. μσν. λάγγεμα) < αρχ. λαγγ(άζω) `χαλαρώνω΄ μεταπλ. -εύω]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λαγιάζω [la’ʝazo]
λαγιάζω [la’ʝazo]: με παίρνει γλύκα. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λωβούλης, ο [lo’vulis]
λωβούλης, ο [lo’vulis]: ο κακός άνθρωπος. [ίσως, λωβός ‘λεπρός’ -ούλης]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
λυτάρι, το [li’tari]
λυτάρι, το [li’tari]: το σχοινί του αγροφύλακα με το οποίο έδενε τα ζώα όταν είχαν προκαλέσει κάπου ζημιά. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
λούτσα, η [‘lutsa]
λούτσα, η [‘lutsa]: α. κοίλωμα του εδάφους γεμάτο με νερό. β. μούσκεμα από νερό: ‘Έγινα λούτσα από τη βροχή’ [σλαβ. luža ‘λακκούβα με νερό΄ (τροπή [ž > ts] ;)]. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
λουρώνω [lu’rono]
λουρώνω [lu’rono]: μαλακώνω, γίνομαι ευλύγιστος. [λούρ(α) -ώνω].
-
λούρα, η [‘lura]
λούρα, η [‘lura]: η βέργα: ‘Πήρε τη λούρα και χτύπησε το ζωντανό’. [λατ. lorum]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λούπος, ο [‘lupos]
λούπος, ο [‘lupos]: αυτός που έχει μεγάλα αυτιά. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html
-
λουμάκι, το [lu’maki]
λουμάκι, το [lu’maki]: το μικρό φυτράδι στις ρίζες του δένδρου. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λόρδα, η [lórða]
λόρδα, η [lórða]: υπερβολική πείνα. ‘Μ’ έκοψε η λόρδα’. [βεν. lorda]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λιούτσος, ο [‘ʎutsos]
λιούτσος, ο [‘ʎutsos]: προσωνύμιο του ονόματος “Ηλίας”: ‘Γεια σου Λιούτσο!’.
-
λιόκριση, η [‘ʎokrisi]
λιόκριση, η [‘ʎokrisi]: η πανσέληνος.
-
λιμάδι, το [li’maði]
λιμάδι, το [li’maði]: α. ο πεινασμένος: ‘Έφαγε σα λιμάδι’. β. (μτφ.) ο τσιγκούνης [λίμ(α) -άδι].
-
λίγδα, η [‘liγða]
λίγδα, η [‘liγða]: το λίπος γουρουνιού [ελνστ. λίγδα ‘στάχτη, αλισίβα΄]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λιβάκωσα [li’vakosa]
λιβάκωσα [li’vakosa]: παραζεστάθηκα, ίδρωσα.
-
λιάστρα, η [‘ʎastra]
λιάστρα, η [‘ʎastra]: συνήθως το αλώνι, το προσηλιακό μέρος που τοποθετούν το καλοκαίρι διάφορα φαγώσιμα για αποξήρανση. [λιά(ζω) -στρα].
-
λιάνωμα, το [‘ʎanoma]
λιάνωμα, το [‘ʎanoma]: το χρήμα.
-
λιανός [ʎa’nοs]
λιανός, -ή, -ό [ʎa’nοs]: λεπτός, ισχνός: ‘Ήταν ένα παιδάκι τόσο δα λιανό’. [μσν. λιανός < λεί(ος) -ανός (ορθογρ. απλοπ.)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o