Κατηγορία: Λ

  • λαχαίνω [la’çeno]

    λαχαίνω [la’çeno]: για κτ. που συμβαίνει κατά σύμπτωση, κατά τύχη, που είναι αποτέλεσμα τυχαίας επιλογής· τυχαίνω: ‘Σου λαχαίνει το καλό, τότε ρίξτο στο καλό’ (εάν έχεις τύχη τότε συνέχισέ την) [αρχ. λαγχάνω μεταπλ. -αίνω με βάση το συνοπτ. θ. λαχ- (πρβ. αόρ. ἔλαχον)].

  • λαψάνα, η [la’psana]

    λαψάνα, η [la’psana]: το άγριο χόρτο. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • λακώ [la’ko]

    λακώ [la’ko]: φεύγω, απομακρύνομαι γρήγορα, τρέπομαι σε φυγή, το βάζω στα πόδια κυρίως μπροστά σε εχθρό, αντίπαλο ή κίνδυνο· το σκάω: ‘Λακίσανε οι λύκοι σα με είδανε’. [λακώ: ελνστ. λακῶ ‘σκάω΄ ή μέσω του μσν. γλακώ ‘τρέχω΄ < ελνστ. *ἐκλακῶ < ἐκ- λακῶ· λακίζω: λακ(ώ) μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. λακησ-]. Και: https://ilialang.gr/λακάω/

  • λαλακιάζω [lala’cazo]

    λαλακιάζω [lala’cazo]: κουράστηκα να μιλάω ασταμάτητα: ‘Λαλάκιασε η γλώσσα μου’ (μάλλιασε η γλώσσα μου). [αρχ. λαλῶ ‘φλυαρώ, τιτιβίζω΄]]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • λαλακώνω [lala’kono]

    λαλακώνω [lala’kono]: κουράζομαι, λαχανιάζω: ‘Έτρεχε και λαλάκιασε’. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • λάμα, το [‘lama]

    λάμα, το [‘lama]: νερό με πίτουρο ή αραποσιτάλευρο για το πότισμα των ζώων, κυρίως των γουρονιών ή το ξέπλυμα των κατσαρολικών. Και: https://ilialang.gr/πλύμα-το/  

  • λαμαρίζω [lama’rizo]

    λαμαρίζω [lama’rizo]: θηλάζω (για τα ζώα). Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • λακριντί, το [lakri’di]

    λακριντί, το [lakri’di]: κουτσομπολιό: ‘Μας είδε και μας έπιασε κατευθείαν στο λακριντί’. [τουρκ.  lâkırdı ‘λόγια, κουβέντες’].

  • λαζούρι, το [la’zuri]

    λαζούρι, το [la’zuri]: το κόκκινο νήμα. [παλαιότ. επίθ. λαζούριον (χρώμα, πιθ. 7. αι., Steph., πβ. Lampe, λ. ιος) <περσ. lᾱzhward· πβ. μεσν. λατ. lazur και lazurius (Du Cange, Lat.). H λ. το 10. αι. (Steph.). Τ. λαζούρ’ σήμ. ιδιωμ.]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • λαθουρό, το [laθu’ro]

    λαθουρό, το [laθu’ro]: σταχτόχρωμη με λευκά στίγματα κότα. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • λαιμαριά, η [lema’rʝa]

    λαιμαριά, η [lema’rʝa]: περιλαίμιο: ‘H λαιμαριά της γίδας’. [λαιμ(ός) -αριά]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf  

  • λαιμούρισμα, το [le’murizma]

    λαιμούρισμα, το [le’murizma]: το πνίξιμο στο λαιμό (για τα ζώα). [λαιμ(ός) +ούρισμα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • λαγκοδέρνει [logo’ðerni]

    λαγκοδέρνει [lago’ðerni]: ξεψυχάει κπ. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • λαγκόνι, το [la’goni]

    λαγκόνι, το [la’goni]: το κάτω σαγόνι. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • λαγομηζύθρα, η [laγomi’ziθra]

    λαγομηζύθρα, η [laγomi’ziθra]: είδος αγριόχορτου. [λαγ(ός) -ο-+ μηζύθρα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • λαγομηλιά, η [laγomi’ʎa]

    λαγομηλιά, η [laγomi’ʎa]: θάμνος με αγκάθια και μικρά μήλα. [λαγ(ός) –ο- + μηλιά]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • λαδικό, το [laði’ko]

    λαδικό, το [laði’ko]: το δοχείο που βάζουμε το λάδι. [λάδ(ι) -ικό]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • λαδούσα, η [la’ðusa]

    λαδούσα, η [la’ðusa]: α. μεταλλικό δοχείο. β. είδος άγριου χόρτου. [; λάδ(ι) -ούσα]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • λάζο, το [‘lazo]

    λάζο, το [‘lazo]: α. μικρό και απάνεμο χωράφι με πλούσιο χορτάρι για βοσκή. β. μαχαίρι, μάχη. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • λάγκερο, το [‘laŋgero]

    λάγκερο, το [‘laŋgero]: α. καθαρό. β. το λιωμένο βούτυρο με λίπος. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o