Κατηγορία: Λ
-
λιμαντέρα, η [lima’ndera]
λιμαντέρα, η [lima’ndera]: μεγάλη πείνα. [λίμ(α) + άντερ(ο) –α]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λιλί, το [li’li]
λιλί, το [li’li]: το μοναχοπαίδι: ‘Λιλί το έχει’ (μοναχοπαίδι). Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λίμα, η [‘lima]
λίμα, η [‘lima]: η μεγάλη πείνα, η λαιμαργία: ‘Έχω μια λίμα!’ [μσν. λίμα < λιμ(άζω) -α (αναδρ. σχημ.)].
-
λιάρος [‘ʎaros]
λιάρος, -α, -ο [‘ʎaros]: παρδαλός, ασπρόμαυρος. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λιγδοτάμπαρο, το [liγðο’tabaro]
λιγδοτάμπαρο, το [liγðο’tabaro]: α. (μτφ.) ύπουλος, βρομερός. β. δέρμα γουρουνιού το οποίο επεξεργάζονταν για να φτιάξουν τα ταβούλια (τύμπανα). [λίγδ(α) ταμπούρο]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λιγνάου [li’γnau]
λιγνάου [li’γnau]: είμαι λυγερός. [λιγν(ός) ‘λυγερός’ + -άου]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λιγώνω [li’γono]
λιγώνω [li’γono]: αηδιάζω. [ελνστ. ὀλιγ(ῶ) ‘λιγοστεύω, στενοχωριέμαι΄ -ώνω με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λιδώρι, το [li’ðori]
λιδώρι, το [li’ðori]: χαρακτηρισμός για τη γλώσσα που λέει πολλά. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λιθοπάτης, ο [liθo’patis]
λιθοπάτης, ο [liθo’patis]: οίδημα, πρήξιμο στο πέλμα του ποδιού. [λίθ(ος) –ο- πατ(άω) -ης]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λέτσος, ο [‘letsos]
λέτσος, ο [‘letsos]: α. άνθρωπος κακοντυμένος, κουρελής και βρόμικος: ‘Γυρνάει σαν λέτσος’. β. άνθρωπος αναξιοπρεπής, άξιος καταφρόνησης. [ιταλ. lezzo ‘βρόμα΄ -ς]. Και: https://ilialang.gr/λετσής-ο-letsis/
-
λέχρα, η [‘lexra]
λέχρα, η [‘lexra]: α. η βρομιά. β. άνθρωπος χωρίς ενδοιασμούς: ‘Αυτός είναι μεγάλη λέχρα (είναι παλιάνθρωπος) [αρχ. λέχρ(ιος) ‘λοξός –α]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λημάρι, το [li’mari]
λημάρι, το [li’mari]: το δεμάτι. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λιακωτό, το [ʎako’to]
λιακωτό, το [ʎako’to]: μεγάλη βεράντα, συνήθ. κλεισμένη με τζαμαρία, σε χωριάτικα και νησιώτικα σπίτια. [μσν. ηλιακ(όν) (< ήλι(ος) -ακόν, ουδ. του -ακός) -ωτό με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λιανάδια, τα [ʎa’naðʝa]
λιανάδια, τα [ʎa’naðʝa]: ψιλά ξύλα που χρησιμοποιούμε για προσάναμμα.
-
λιάρισμα, το [‘ʎarizma]
λιάρισμα, το [‘ʎarizma]: το λαμπίρισμα. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λειψή, η [li’psi]
λειψή, η [li’psi]: αραποσιτένιο ψωμί χωρίς προζύμι, ή μπομπότα. [μσν. λειψ(ός) – ή]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λελέκι, το [le’leki]
λελέκι, το [le’leki]: α. ο πελαργός. β. (μτφ.) πολύ ψηλός και λεπτός άνθρωπος: Ένα παλικάρι ίσα με κεί πάνου, λελέκι’. [τουρκ. leylek -ι με αποβ. του ημιφ. για αποφυγή της χασμ.· λελέκ(ι) μεγεθ. -ας]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λεμές, ο [le’mes]
λεμές, ο [le’mes]: παλιάνθρωπος, λιγδιάρης: ‘Ο παλιαλήτης, ο λεμές!’ . [τουρκ. ellem(e) -ες ‘κοσκίνισμα’]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
λεμούσια, η [le’musça]
λεμούσια, η [le’musça]: η μαγκούρα. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
λέντος, ο [‘ledos]
λέντος, ο [‘ledos]: ο κοκκινολαίμης: ‘Ήταν έναν κόκορας λέντος και μεγάλος’. Και: https://ilialang.gr/κοκκινολαίμης-ο-kokinolemis/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf