Κατηγορία: Λ

  • λαδάς, ο [la’ðas]

    λαδάς, ο [la’ðas]: ο ιδιοκτήτης ελαιώνα. [λάδ(ι) -ας].

  • λιοτριβιάρης, ο [ʎotri’vʝaris]

    λιοτριβιάρης, ο [ʎotri’vʝaris]: ο ιδιοκτήτης ελαιώνα. [λιο- τρίβ(ω) -ιάρης].

  • λαμπριάτης, ο [la’mbriatis]

    λαμπριάτης, ο [la’mbriatis]: το αρνί του Πάσχα. [Λαμπρ(ή) -ιάτης].

  • λίπαρα, τα [‘lipara]

    λίπαρα, τα [‘lipara]: η ρήξη υμένων στα ζώα που γεννούν.

  • λεβίθι, το [le’viθi]

    λεβίθι, το [le’viθi]: παράσιτο των εντέρων στα ζώα. [λεβίθα < αρχ. ἕλμινς, ἕλμις, αιτ. ἕλμιθα > ελνστ. υποκορ. *ἑλμίθιον (πρβ. αρχ. ἑλμίνθιον ‘σκουληκάκι΄) > μσν. μεγεθ. *ελμίθα > *λεμίθα (μετάθ. του υγρού συμφ.) > μσν. λεβίθα (με τροπή του χειλ. [m] σε χειλοδοντικό [v] από επίδρ. του οδοντικού [θ] )].

  • λετσής, ο [le’tsis]

    λετσής, ο [le’tsis]: άνθρωπος αναξιοπρεπής, άξιος καταφρόνησης: ‘Είναι λετσής και βρωμερός’ (κακός και επικύνδινος). [ιταλ. lezzo ‘βρόμα΄ -ης]. Και: https://ilialang.gr/λέτσος-ο-letsos/

  • λιχνίζω [li’xnizo]

    λιχνίζω [li’xnizo]: ξεχωρίζω το (βαρύτερο) σιτάρι, από το (ελαφρότερο) άχυρο πετώντας τα στον αέρα. [αρχ. λικμῶ > ελνστ. λικμίζω, λικνίζω (με επίδρ. της λ. λίκνον) > μσν. λιχνώ, λιχνίζω (ανομ. τρόπου άρθρ. [kn > xn] )]. Και: https://ilialang.gr/λιχνίζω-lixnizo-ομαι/

  • λόιδο, το [‘loiðo]

    λόιδο, το [‘loiðo]: τούφα από μαλλιά που πέφτει στο μέτωπο. [αρχ. λό(φος) –ιδ(ι) -ο]. Και: https://ilialang.gr/λόϊδο-λοίδι/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • λαγκεύει [la’gevi]

    λαγκεύει [la’gevi]: στην Φράση: ‘Λαγκεύει το μάτι μου’ (παίζει το μάτι μου).

  • λιάσιμο, το [‘ʎasimo]

    λιάσιμο, το [‘ʎasimo]: το όργωμα του χωραφιού με σκοπό να λιαστεί το χώμα και να ξεραθούν τα ζιζάνια. [λιάσ- (λιάζω) -ιμο].

  • λογκαράκο, το [loga’rako]

    λογκαράκο, το [lοga’rako]: χωράφι που προήλθε από λόγκο. [λόγκ(ος) -αράκο].

  • λαθουράτη, η [laθu’rati]

    λαθουράτη, η [laθu’rati]: κότα που έχει σκούρο κεφάλι και άσπρα πούπουλα.  

  • λωβός [lo’vos]

    λωβός, -ή, -ό [lo’vos]: επικίνδυνος άνθρωπος, κακός: ‘Είναι λωβός αυτός, να τον φοβάσαι’. [λωβός, επίθ. ‘λεπρός’ < αρχ. ουσ. λώβη + κατάλ. ός. Η λ. τον 8. αι. και σήμ. ιδιωμ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • λυγιά, η [li’ʝa]

    λυγιά, η [li’ʝa]: θαμνώδες φυτό με λεπτά και ευλύγιστα κλαδιά. [μσν. λυγαρέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < *λυγάρ(ι) (όν. καρπού) -έα > -ιά υποκορ. του αρχ. λυγός ἡ (ελνστ. ὁ) -άρι(ον)].

  • λυκουνιά, η [liku’ɲa]

    λυκουνιά, η [liku’ɲa]: η πολυμελής οικογένεια. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • λυκοφαμέλια, η [likofame’ʎa]

    λυκοφαμέλια, η [likofame’ʎa]: οικογένεια πολυμελής.  [λύκ(ος) –ο- φαμ(ι)ελια]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • λυσσακό, το [lisa’ko]

    λυσσακό, το [lisa’ko]: η λύσσα: ‘Έπαθε λυσσακό’ (λύσσαξε). [αρχ. λύσσα -ακό]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • λυχνοστάτης, ο [lixno’statis]

    λυχνοστάτης, ο [lixno’statis]: στήριγμα πάνω στο οποίο τοποθετείται το λυχνάρι. [λόγ. < αρχ. λυχνοστάτης]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • λώβα, η [‘lova]

    λώβα, η [‘lova]: η ζημιά, η βλάβη. [αρχ. λώβ(η) μεταπλ. -α]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • λούφα, η [‘lufa]

    λούφα, η [‘lufa]: φωλιά ζώου. [λουφ(άζω) -α (αναδρ. σχημ.)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o