Κατηγορία: Κ
-
κολιτσίνα, η [koli’tsina]
κολιτσίνα, η [koli’tsina]: η τράπουλα: ‘Να παίξουμε κολιτσίνα’. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
κολλημένα, τα [koli’mena]
κολλημένα, τα [koli’mena]: ασθένεια προβάτων που επηρεάζει τον πνεύμονα. [κολλημένος].
-
κωλοκουρίζω [koloku’rizo]
κωλοκουρίζω [koloku’rizo]: τοπικό κούρεμα προβάτων, σε κοιλιά, ουρά και οπίσθια. [κώλ(ος) -ο- κουρ(ος) -ίζω].
-
κωλόκουρος, ο [ko’lokuros]
κωλόκουρος, ο [ko’lokuros]: τοπικό κούρεμα στον αυχένα και στην ουρά του ζώου, το οποίο πραγματοποιείται, συνήθως, στο τέλος του Μαρτίου. [κώλ(ος) -ο- κούρος]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κωλομπούκι, το [kolo’buki]
κωλομπούκι, το [kolo’buki]: το βλαστάρι κοντά στον κορμό. http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
κοκότα, η [ko’kota]
κοκότα, η [ko’kota]: α. η ανήθικη γυναίκα. β. το χλωρό καρύδι. [γαλλ. cocott(e) -α]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κολάνια, τα [ko’laɲa]
κολάνια, τα [ko’laɲa]: ιμάντες που δένουν το σαμάρι του ζώου. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κολαντρίζω [kola’ndrizo]
κολαντρίζω [kola’ndrizo]: προκαλώ τον άντρα μου, τον ερεθίζω. [τουρκ. kulland(ι) γ’ εν. αορ. του kullanmak ‘χρησιμοποιώ, οδηγώ΄ -ίζω με δείνωση σημ. (ανάπτ. [r] ;)· [u > o] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: κουστούμι – κοστούμι]. Και: https://ilialang.gr/κουλαντρίζω-kulandrizo/ Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κολήγοι, οι [ko’liγi]
κολήγοι, οι [ko’liγi]: σμίξιμο δύο, τριών τσοπάνηδων για κοινή πορεία. [γαλλ. collègue]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κολλιέμαι [ko’ʎeme]
κολλιέμαι [ko’ʎeme]: τσακώνομαι. [αρχ. κολλ(ῶ) -ιέμαι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κοκκόζουμο, το [ko’kozumo]
κοκκόζουμο, το [ko’kozumo]: το ζουμί του σιταριού που βράζεται για το μνημόσυνο, πίνεται σαν ρόφημα. [αρχ. κόκκ(ος) -ο- ζουμ(ί) ο]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κοκολόγημα, το [koko’loγima]
κοκολόγημα, το [koko’loγima]: κακάρισμα κότας. [ηχομ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κοκορόβι, το [koko’rovi]
κοκορόβι, το [koko’rovi]: το χαλάζι. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κοκκολογάου [kokolo’γau]
κοκκολογάου [kokolo’γau]: μαζεύω σταφύλια ή ελιές. [κόκκ(ος) –ο- (συλ)λέγ(ω) -άου]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
κοκκολόι, το [koko’loi]
κοκκολόι, το [koko’loi]: ό,τι απομένει στο έδαφος μετά το μάζεμα της ελιάς. [κόκκ(ος) -ολόι]. Πληθυντικός: https://ilialang.gr/κοκολόγια-τα/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
κογιώνος, ο [ko’jonos]
κογιώνος, ο [ko’jonos]: αυτός που κάνει αστεία. [βεν. cogion(ar) ‘κοροιδεύω’ -ος]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
κοζά, η [ko’za]
κοζά, η [ko’za]: το γιδόμαλλο. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
κοκάνι, το [ko’kani]
κοκάνι, το [ko’kani]: α. το κοτσάνι. β. καλοπέραση. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
κοκιέβω [ko’cevo]
κοκιέβω [ko’cevo]: σημαδεύω. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κοκκιναντεριά, η [kokinade’rʝa]
κοκκιναντεριά, η [kokinade’rʝa]: αρρώστια γιδοπροβάτων. [κόκκιν(ος) α(έ)ντερ(ο) -ιά]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o