Κατηγορία: Κ

  • κοτιά, τα [ko’tʝa]

    κοτιά, τα [ko’tʝa]: τα πουλερικά, κοτόπουλα. Και: https://ilialang.gr/κοτερά-τα-kotera/ Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κοτιλιά, η [koti’ʎa]

    κοτιλιά, η [koti’ʎa]: κοτσιλιά.

  • κοτρωνιά, η [kotro’ɲa]

    κοτρωνιά, η [kotro’ɲa]: χτύπημα με πέτρα μεγάλη. [κοτρών(ι) –ιά].

  • κότσι, το [‘kotsi]

    κότσι, το [‘kotsi]: παιδικό παιχνίδι. [μσν. κότσι(ν) < κόττιον ‘αστράγαλος΄ ίσως < ελνστ. κόττ(ος) ‘κύβος’, επειδή χρησιμοποιόταν ως τυχερό παιχνίδι, με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi], ή < σλαβ. kost ‘κόκαλο΄ -ιον και αντιμετάθ. των συμφ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κότσια, τα [‘kotsça]

    κότσια, τα [‘kotsça]: ο αστράγαλος, ιδίως των ζώων. [μσν. κότσι(ν) < κόττιον ‘αστράγαλος΄ ίσως < ελνστ. κόττ(ος) ‘κύβος’, επειδή χρησιμοποιόταν ως τυχερό παιχνίδι, με ισχυροπ. της άρθρ. [ti > tsi], ή < σλαβ. kost ‘κόκαλο΄ -ιον και αντιμετάθ. των συμφ.]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κόσα, η [‘kosa]

    κόσα, η [‘kosa]: α. κοπτικό εργαλείο για το κόψιμο των χόρτων που αποτελείται από μακριά λάμα ελαφρά κυρτή, στερεωμένη σε ένα πολύ μακρύ ξύλο. β. (ως επιρρ.) γρήγορα [σλαβ. kos -α(;), πρβ. βουλγ. kosa ( [-sá] )]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κοσόλης, ο [ko’solis]

    κοσόλης, ο [ko’solis]: ο κουτσομπόλης. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κόρμπα, η [‘korba]

    κόρμπα, η [‘korba]: μαύρη γίδα ή φοράδα. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κορνιαχτός, ο [korɲa’xtos]

    κορνιαχτός, ο [korɲa’xtos]: μπουχός, σκόνη. [μσν. κουρνιαχτός < κορνιαχτός ( [o > u] από επίδρ. του υπερ. [k] ) < μσν. κορνιοκτός (ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ) *κορνιορτός (ανομ. του δεύτερου [r] ) < αρχ. κονιορτός (προληπτική ανάπτ. δεύτερου [r] )]. Και: https://ilialang.gr/κουρνιαχτός-ο-kurnaxtos/ Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κοριζιάζω [korizi’azo]

    κοριζιάζω [korizi’azo]: διψάω πολύ. Και: https://ilialang.gr/κορακιάζω/ Και: https://ilialang.gr/κορατσιάζω-koratsiazo/ Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κορίτος, ο [ko’ritos]

    κορίτος, ο [ko’ritos]: πέτρινο ή ξύλινο ή πήλινο δοχείο για το πότισμα των ζώων. [σλαβ. koryto]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κορφολογάω [korfolo’γao]

    κορφολογάω [korfolo’γao]: κόβω τις κορυφές των τρυφερών βλαστών. [κορφ(ή) -ολογάω]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κορκός, ο [ko’rkos]

    κορκός, ο [ko’rkos]: κρόκος αυγού. [αρχ. κρόκος]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • κορμάδι, το [ko’rmaði]

    κορμάδι, το [ko’rmaði]: α. χαρακτηρισμός ανθρώπου τεμπέλη, αργόσχολου και χαραμοφάη. β. ρεμάλι. [κορμ(ί) -άδι].

  • κορμοσκυλιάζω [kormoski’ʎazo]

    κορμοσκυλιάζω [koproski’ʎazo]: τεμπελιάζω. [κορμ(ός) -ο- σκυλ(ο) -ιάζω]. Πηγή: https://ilialang.gr/κοπροσκυλάου-κοπροσκυλιάζω-koproskiazo-προφ/

  • κορδωνούρα, η [korðo’nura]

    κορδωνούρα, η [korðo’nura]: α. καμαρωτή προβατίνα. β. (μτφ.) η υπερήφανη γυναίκα. [κορδών(ω) -ούρα]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κορδελάκια, τα [korðe’laca]

    κορδελάκια, τα [korðe’laca]: (μτφ.) τα τσαλιμάκια: ‘Μη μου κάνεις κορδελάκια’, (μην μου κάνεις νάζια). [μσν. κορδέλα αντδ. < βεν. cordela υποκορ. του corda (δες κόρδα)]. Και: https://ilialang.gr/τσαλιμάκι-το/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κοπρίζου [ko’prizu]

    κοπρίζου [ko’prizu]: λιπαίνω με κοπριά χωράφι, αγρό, κήπο κτ.λ. [αρχ. κοπρίζ(ω) -ου].

  • κοπροσκυλάου [koproski’lau]

    κοπροσκυλάου [koproski’lau]: για άνθρωπο αργόσχολο, τεμπέλη και χαραμοφάη που περιφέρεται άσκοπα εδώ κι εκεί. [κοπρόσκυλ(ο) -άου]. Και: https://ilialang.gr/κορμοσκυλιάζω/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • κορακοζώητος [korako’zoitos]

    κορακοζώητος, -η, -ο [korako’zoitos]: χαρακτηρισμός για άνθρωπο καλοζωισμένο και μεγάλης ηλικίας. [κόρακ(ας) -ο- + -ζώητος κατά το κακοζώητος, (επειδή ο κόρακας είναι μακρόβιος)]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o