Κατηγορία: Κ
-
κουρελού, η [kure’lu]
κουρελού, η [kure’lu]: υφαντό στο οποίο ως υφάδι έχουν χρησιμοποιηθεί λεπτές λουρίδες διάφορων υφασμάτων και το οποίο χρησιμεύει ως πρόχειρο χαλί ή στρωσίδι. [κουρέλ(ι) -ής· κουρελ(ής) -ού].
-
κουρεμπάτσα, η [kure’batsa]
κουρεμπάτσα, η [ku’rebatsa]: κούρεμα με το ψαλίδι ή την ψιλή μηχανή χειρός. Και: https://ilialang.gr/κουρεμάδι-το-kuremadi/
-
κουρκουβίκι, το [kurku’viki]
κουρκουβίκι, το [kurku’viki]: πίτα φτιαγμένη από το πρώτο παχύ γάλα των γιδοπροβάτων το οποίο συλλέγεται μετά από την γέννα. Και: https://ilialang.gr/κουρκουφίγκι-το-kurkufiɟi/
-
κουρκούτι, το [kur’kuti]
κουρκούτι, το [kur’kuti]: βρασμένος χυλός από αλεύρι. [μσν. τουρκ. kürküt ‘θειάφι’ λόγω του χρώματος -ι]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
κουρμπέτι, το [kur’beti]
κουρμπέτι, το [kur’beti]: α. ο εκτός του σπιτιού χώρος, η πιάτσα. β. το ταξίδι [τουρκ. kurbet, gurbet ‘μακριά από το σπίτι, ξενιτιά΄ (από τα αραβ.) -ι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κούρνια, η [‘kurɲa]
κούρνια, η [‘kurɲa]: α. το κοτέτσι, το δέντρο, ο χώρος που κοιμούνται τα πτηνά: ‘Τα πουλερικά είναι στην κούρνια τους’. β. (μτφ.) ο χώρος κπ. [παλ. σλαβ. kurnjia].
-
κουραφέξαλα, τα [kura’feksala]
κουραφέξαλα, τα [kura’feksala]: (προφ.) ως χαρακτηρισμός ανόητων λόγων. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κουρβουλιάζομαι [kurvu’ʎazome]
κουρβουλιάζομαι [kurvu’ʎazome]: (μτφ.) ακινητοποιούμαι εξαιτίας ασθένειας: ‘Να κουρβαλιαστείς’ (κατάρα: να μείνεις παράλυτος). [κούρβουλ(ο) ‘κορμός αμπελιού’ -ιάζομαι].
-
κουργιάλο, το [ku’rʝalo]
κουργιάλο, το [ku’rʝalo]: πεντακάθαρο κρύο νερό. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κουνούκλα, η [ku’nukla]
κουνούκλα, η [ku’nukla]: είδος θάμνου. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
κουμπολόγος, ο [kumbo’loγos]
κουμπολόγος, ο [kumbo’loγos]: κουνουπιέρα. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
κουνενές, ο [kune’nes]
κουνενές, ο [kune’nes]: α. το νεογέννητο παιδί, το βρέφος. β. άνθρωπος ξεμωραμένος. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κουνημένος [kuni’menos]
κουνημένος, -η, -ο [kuni’menos]: (μτφ.) αυτός που ξενιτεύτηκε και ταξίδεψε στον προορισμό του μέσα από θάλασσα. [κουν(ώ) -ημένος]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κούνος, ο [‘kunos]
κούνος, ο [‘kunos]: ο κούνελος.
-
κουλαντρίζω [kula’ndrizo]
κουλαντρίζω [kula’ndrizo]: κουμαντάρω κπ.: ‘Δεν μπορώ να τον κουλαντρίσω’. [τουρκ. kulland(ι) γ’ εν. αορ. του kullanmak ‘χρησιμοποιώ, οδηγώ΄ -ίζω με δείνωση σημ. (ανάπτ. [r] ;)· [u > o] αναλ. προς άλλες λ. με παρόμοια εναλλ.: κουστούμι – κοστούμι]. Και: https://ilialang.gr/κολαντρίζω/
-
κουλουντριάζω [kulund’rʝazo]
κουλουντριάζω [kulund’rʝazo]: σβολιάζω: ‘Ο τραχανάς κουλούντριασε’. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
κουβαριάζω [kuva’rʝazo]
κουβαριάζω [kuva’rʝazo]: α. τυλίγω νήμα και σχηματίζω κουβάρι. β. (μτφ.) για άνθρωπο που έχει κουλουριαστεί από τον πόνο ή που έχει ζαρώσει από τα γηρατειά: ‘Το παιδί κουβαριάστηκε στο τζάκι’. [κουβάρ(ι) -ιάζω].
-
κουβέλι, το [ku’veli]
κουβέλι, το [ku’veli]: η κυψέλη της μέλισσας. [< παλαιότ. γαλλ. cuvel(l)e, cubel -ι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κουκουζιέλα, τα [kuku’zʝela]
κουκουζιέλα, τα [kuku’zʝela]: κουκουνάρια.
-
κουκουτσάλι, το [kuku’tsali]
κουκουτσάλι, το [kuku’tsali]: το χαλάζι. [< κουκούτσ(ι) -άλι]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o