Κατηγορία: Κ
-
καλιγοσφύρια, τα [kaliγo’sfirʝa]
καλιγοσφύρια, τα [kaliγο’sfirʝa]: τα εργαλεία του καλιγωτή. [καλιγ(ώνω) σφυρ(ί) -ια].
-
κακαρέντζα, η [kaka’rentza]
κακαρέντζα, η [kaka’rentza]: η κοπριά από τα αιγοπρόβατα.
-
καΐλα, η [ka’ila]
καΐλα, η [ka’ila]: α. καούρα. β. (μτφ.) η στεναχώρια. γ. αίσθημα ζέστης [καη- (καίω) -ίλα με αποβ. του ενός από τα δύο όμ. φων.].
-
κάθικο, το [‘kaθiko]
κάθικο, το [‘kaθiko]: δοχείο για υγρά.
-
καζάντι, το [ka’zandi]
καζάντι, το [ka’zandi]: το κέρδος. [καζαντ(ίζω) -ι (αναδρ. σχημ.) <αόρ. kazandιm του τουρκ. kazanmak]. Όπως και: https://ilialang.gr/καζάντια/
-
καδούλι, το [ka’ðuli]
καδούλι, το [ka’ðuli]: ξύλινος κάδος για την αποθήκευση προϊόντων. [κάδ(ος) -ούλι].
-
καγιανάς, ο [kaja’nas]
καγιανάς, ο [ka’janas]: πρόχειρο τηγανητό φαγητό από παστό χοιρινό κρέας και αυγά.
-
καλντίζω [ka’ldizo]
καλντίζω [ka’ldizo]: κουράζομαι.