Κατηγορία: Κ
-
καρούμπαλο, το [ka’rumbalo]
καρούμπαλο, το [ka’rumbalo]: α. εξόγκωμα κυρίως στο κεφάλι, που δημιουργείται συνήθ. από δυνατό χτύπημα. β. (μτφ.) ο άνθρωπος που γίνεται φορτικός σε κπ: ‘Πω πω τι καρούμπαλο είναι φτούνος πια! Ούλο στα ποδάρια μας είναι’. [ίσως αρχ. κόρυμβος ‘κότσος΄ (προφ. [mb] ) και μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.].
-
καρντάσης, ο [ka’rdasis]
καρντάσης, ο [ka’rdasis]: ο φίλος, ο αδελφός: ‘Γεια σου ωρέ καρντάση, φίλε μου’. [τουρκ. (διαλεκτ.) kardaş -ης].
-
καρμίρης, ο [ka’rmiris]
καρμίρης, ο [ka’rmiris] & η καρμίρω [ka’rmiro]: ο τσιγκούνης και μίζερος άνθρωπος. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κάρμα, η [‘karma]
κάρμα, η [‘karma]: α. ψόφιο ζώο. β. (ειρ.) πολύ άσχημη γυναίκα: ‘Είναι κάρμα!’. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
καρλαύφτης, ο [ka’rlaftis]
καρλαύτης, ο [ka’rlaftis]: αυτός που έχει μεγάλα αυτιά. Όπως και: https://ilialang.gr/κλαπάφτης-ο-klapaftis/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
καρίτζαφλος, ο [ka’ridzaflos]
καρίτζαφλος, ο [ka’ridzaflos]: ο λάρυγγας: ‘Του έκοψε τον καρίτζαφλο!’. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κάργα [‘karγa]
κάργα [‘karγa]: (επίρρ.) α. για να δηλώσουμε ότι κτ. είναι εντελώς και υπερβολικά γεμάτο· φίσκα, τίγκα. β. πολύ σφιχτά: ‘Tο έδεσε κάργα το σκοινί’. β. για κτ. πολύ τεντωμένο [βεν. carga ‘φορτίο, γεμάτο΄]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o, Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
καραμπογιά, η [karabo’ʝa]
καραμπογιά, η [karabo’ʝa]: η έντονα μαύρη βαφή για μαλλιά. [κάρα μπογιά].
-
καραμούτζα, η [kara’muntza]
καραμούτζα, η [kara’muntza]: α. η πίπιζα. β. τα γουρούνια που έχουν στην Κάπελη (λόγω της μακριάς μύτης). [ιταλ. cornamuza ‘πνευστό όργανο’].
-
καραβάνι, το [kara’vani]
καραβάνι, το [kara’vani]: το κατσαρόλι (με το οποίο μετέφεραν νερό ή φαγητό). [μσν. καραβάνι < περσ. kārwān -ι ή μέσω του γαλλ. caravane & του παλ. ιταλ. caravana].
-
καπόνι, το [ka’poni]
καπόνι, το [ka’poni]: ο ευνουχισμένος κόκορας. [ιταλ. cappon(e) ή βεν. capon (< λατ. capo) -ι (πρβ. ελνστ. κάπων < λατ. capo)].
-
καπίστρι, το [ka’pistri]
καπίστρι, το [ka’pistri]: η καπιστράνα, το χαλινάρι. [μσν. καπίστρι(ν) < ελνστ. καπίστριον < λατ. capistr(um) -ιον ‘σκοινί για οδήγημα ζώων΄].
-
καπινούρα, η [kapi’nura]
καπινούρα, η [kapi’nura]: ο καπνός. [καπν(ός) -ούρα].
-
καπινός, ο [kapi’nos]
καπινός, ο [kapi’nos]: ο καπνός.
-
καπινιά, η [kapi’ɲa]
καπινιά, η [kapi’ɲa]: η καπνιά. [καπιν(ός) -ιά].
-
καούρα, η [ka’ura]
καούρα, η [ka’ura]: (μτφ.) η έννοια, η ανησυχία. [κα- (συνοπτ. θ. του καίω) -ούρα].
-
κανίσκι, το [ka’niski]
κανίσκι, το [ka’niski]: πανέρι που μεταφέρει δώρα για επίσημες εκδηλώσεις, όπως γάμος. [μσν. κανίσκι(ν) < αρχ. κανίσκιον ‘καλαμένιο καλαθάκι΄].
-
καμουτσές, ο [kamu’tses]
καμουτσές, ο [kamu’tses]: το καμουτσίκι. [καμουτσ(ί) -ίκι· τουρκ. kamç(ι) -ίκι -ες].
-
καμίνια, η [ka’miɲa]
καμίνια, η [ka’miɲa]: καμιά, καμία.
-
καλικούτσα, η [kali’kutsa]
καλικούτσα, η [kali’kutsa]: η μεταφορά, συνήθως, μικρών παιδιών επάνω στον ώμο, με τα πόδια τους να κρέμονται στο στήθος ενώ κρατιέται από τα χέρια. Όπως και: https://ilialang.gr/καλιακούτσα-η-kaʎakutsa/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o