Κατηγορία: Κ

  • κλάπα, η [‘klapa]

    κλάπα, η [‘klapa]: (μτφ.) το αυτί: ‘Έχει κάτι κλάπες!’. [μτγν. ουσ. κλάπα].

  • κλανιάρης, ο [kla’ɲaris]

    κλανιάρης, ο [kla’ɲaris]: α. αυτός που αερίζεται συνέχεια. β. ο φοβιτσιάρης: ‘Άκουσε τον θόρυβο και έτρεξε ο κλανιάρης’. [κλαν(ιά) -ιάρης].

  • κλαμαρώνω [klama’rono]

    κλαμαρώνω [klama’rono]: α. (ειρ.) καμαρώνω: ‘Γιάτρα τον πως κλαμαρώνει σαν γύφτικο σκερπάνι’. β. ξεχνιέμαι προσηλωμένος σε κάτι.

  • κι απέ [ca’pe]

    κι απέ [ca’pe]: και μετά, μίλα επί της ουσίας: ‘Κι απέ; Τι έγινε βρε; Πέσε μας επιτέλους;’.

  • κεψές, ο [ke’pses]

    κεψές, ο [ke’pses]: μεγάλη τρυπητή κουτάλα. [τουρκ. kepçe]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • κερνατζής, ο [kerna’dtzis]

    κερνατζής, ο [kerna’dtzis]: αυτός που κερνάει, συνήθως κρασί. [κερνά(ω) -τζής]. Όπως και: https://ilialang.gr/κεραστής-ο-kerastis/

  • κενώνω [ce’nono]

    κενώνω [ce’nono]: βάζω φαγητό στα πιάτα, σερβίρω. [λόγ. < αρχ. κεν(ῶ) -ώνω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κέλμπερη, η [‘celmberi]

    κέλμπερη, η [ce’lmberi]: είδος σιδερένιας λαβής που χρησιμοποιείται για την φωτιά: ‘Πιάσε την κέλμπερη να σηκώσω τη φωτιά’ (πιάσε την λαβή για να ανακατέψω τα ξύλα και να δυναμώσει η φωτιά).

  • καψερός [kapse’ros]

    καψερός, -ή, -ό [kapse’ros]: ο δυστυχισμένος, ο ανήμπορος: ‘Αχ τον καψερό!’. [κάψ(α) -ερός]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • καφουρντιστήρι, το [kafurdi’stiri]

    καφουρντιστήρι, το [kafurdi’stiri]: κυλινδρικό λαμαρινένιο εργαλείο με μικρή πορτούλα και με χερούλι, το οποίο χρησιμοποιείται για να ψήνει τον καφέ, το κριθάρι και σιτάρι, πριν αλεθούν. [καφουρδ(ίζω) -ιστήρι με τροπή του δ σε ντ].

  • κατσοπρίνι, το [katso’prini]

    κατσοπρίνι, το [katso’prini]: θαμνώδες πουρνάρι το οποίο τρώνε τα γίδια.

  • κατσομαλλιασμένος [katsomaʎa’zmenos]

    κατσομαλλιασμένος, -η, -ο [katsomaʎa’zmenos]: α. (μτφ.) αυτός που κρυώνει και του έχει σηκωθεί η τρίχα. β. αυτός που έχει κοντά κατσαρά μαλλιά. [κατσ(ί) -ό- μαλλι- ασμένος].

  • κατσιμπούχερας, ο [katsi’mbuçeras]

    κατσιμπούχερας, ο [katsi’mbuçeras]: ο καλικάντζαρος. Και: https://ilialang.gr/κατσιμπουχέρια/

  • κατσιμπούλα, η [katsi’mbula]

    κατσιμπούλα, η [katsi’mbula]: η πεταλούδα. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κατσικαδερό, το [katsikaðe’ro]

    κατσικαδερό, το [katsikaðe’ro]: α. (ειρ.) αδύνατος και ευκίνητος άνθρωπος. β. (μτφ.) ο κουτοπόνηρος. γ. ο βλάχος. [κατσίκ(ι) -αδερό].

  • κάτσαινος [‘katsenos]

    κάτσαινος, -α, -ο [‘katsenos]: α. ο κοκκινοπρόσωπος, ο κοκκινομάλλης. β. το κόκκινο κριάρι.

  • κατουρλής, ο [katu’rlis]

    κατουρλής, ο [katu’rlis], θηλ. κατουρλού [katu’rlu] & κατρουλού [katru’lu]: α. συνήθως χαϊδευτικά για μωρά, αυτός που κατουράει συχνά, και κυρίως αυτός που κατουριέται επάνω του. β. (μτφ.) ο δειλός, ο φοβητσιάρης. [μσν. *κατουρλής (πρβ. μσν. κατουρλού) < κατουρ(ώ) -λής· μσν. κατουρλού < κατουρλ(ής) -ού· μετάθ. του [r] ]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • κασιδιάρης, ο [kasi’ðʝaris]

    κασιδιάρης, ο [kasi’ðʝaris]: α. αυτός που έχει κασίδα και δεν έχει μαλλιά. β. ο παλιάνθρωπος. [κασίδ(α) -ιάρης]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κάσα, η [‘kasa]

    κάσα, η [‘kasa]: α. κιβώτιο από σανίδες, κατάλληλο για τη μεταφορά τροφίμων ή άλλων αντικειμένων. β. φέρετρο. γ. ταμείας [ιταλ. cassa]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • καρούτα, η [ka’ruta]

    καρούτα, η [ka’ruta]: ξύλινο μακρόστενο αγγείο για το πότισμα των ζώων. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o