Κατηγορία: Κ

  • κωλούμπρα, η [ko’lumbra]

    κωλούμπρα, η [ko’lumbra]: τα έχω χαμένα, έπεσα από τα σύννεφα: ‘Έχω πάθει κωλούμπρα!’.

  • κωλοπετσωμένος [kolopetso’menos]

    κωλοπετσωμένος, -η, -ο [kolopetso’menos]: ο ικανός, ο πονηρός, ο δυναμικός. [κώλ(ος) -ο- + πέτσ(α) -ωμένος].

  • κωλόπανο, το [ko’lopano]

    κωλόπανο, το [ko’lopano]: το πανί με το οποίο τύλιγαν τα μωρά και το χρησιμοποιούσαν ως πάνα. [κώλ(ος) -ο- + παν(ί) -ο].

  • κωλονούρι, το [kolo’nuri]

    κωλονούρι, το [kolo’nuri]: το μέρος της ουράς. [κώλ(ος) -ο- ουρ(ά) -ι].

  • κωλαριά, η [kola’rʝa]

    κωλαριά, η [kola’rʝa]: οι πρόποδες ενός λοφίσκου που βρίσκεται σε χωράφι. [κώλ(ος) -αριά].

  • κωλαρέντζος, ο [kola’rendzos]

    κωλαρέντζος, ο [kola’rendzos]: (μτφ.) αυτός που έχει μεγάλα οπίσθια.

  • κωλάντερο, το [ko’landero]

    κωλάντερο, το [ko’landero]: το έντερο που βρίσκεται στο πίσω μέρος. [κώλ(ος) + (έ)αντερο].

  • κρυαδίζει [kria’ðizi]

    κρυαδίζει [kria’ðizi]: αρχίζει να κάνει κρύο. [κρύ(ο) -αδίζει].

  • κρεμανταλάς, ο [kremanda’las]

    κρεμανταλάς, ο [kremanda’las]: α. ξύλο με διχάλες στο οποίο κρεμάνε οι τσοπάνηδες τα αγγεία τους. β. (μτφ.) ψηλός και άχαρος άντρας: Και: https://ilialang.gr/μαγκλαράς-ο-manglaras/. [< *κρεμομανταλάς με απλολ. [moma > ma] < κρεμ(ώ) -ο- + μανταλ(άκι) -άς· κρεμανταλ(άς) -ού]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Όπως και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κράνη, η [‘krani]

    κράνη, η [‘krani]: α. η δυστυχία: ‘Έπεσε μεγάλη κράνη στην χώρα ετότενες’. β. η ανομβρία. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • κόφτρα, η [‘koftra]

    κόφτρα, η [‘koftra]: α. μεγάλο πριόνι που χρησιμοποιείται για το κόψιμο χονδρών κορμών ξύλου. β. το σημείο που αλλάζει τη ροή σε ένα αυλάκι. [κόβω -φτρα].

  • κόφτει [‘kofti]

    κόφτει [‘kofti]: δείχνει ενδιαφέρον, στην Φράση: ‘Με νοιάζει και με κόφτει’. [κόβω].

  • κουτσούνι, το [ku’tsuɲi]

    κουτσούνι, το [ku’tsuɲi]: α. ο εξαρτώμενος άνθρωπος. β. ο σώγαμπρος. Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html

  • κουτσούμπι, το [ku’tsumbi]

    κουτσούμπι, το [ku’tsumbi]: α. αυτό που κόπηκε μέχρι την ρίζα. β. (μτφ.) το πολύ μικρό σε μέγεθος. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κουτσουκέλα, η [kutsu’cela]

    κουτσουκέλα, η [kutsu’cela]: η κουτοπονηριά, κατάχρηση της εμπιστοσύνης κπ. : ‘Όλο κουτσουκέλες μου κάνει και θ’αγριέψω’.

  • κουτσοκέρα, η [kutso’cera]

    κουτσοκέρα, η [kutso’cera]: η γίδα που έχει είτε ένα κέρατο, είτε σπασμένα κέρατα. [κουτσ(ός) -ο- κέρα(ς)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κουτσαβλιάρης, ο [kutsa’vʎaris]

    κουτσαβλιάρης, ο [kutsa’vʎaris]: ο κουτσός, ο ανήμπορος: ‘Ο κακομοίρης είναι κουτσαβλιάρης’. [κουτσ(ός) -αβλιάρης].

  • κούτρα, η [‘kutra]

    κούτρα, η [‘kutra]: το κεφάλι: ‘Κατεβάζει η κούτρα του’ (είναι έξυπνος). [μσν. *κούτρα (πρβ. μσν. κουτρούλης) < λατ. scutra με αποβ. του [s] από συμπροφ. με το άρθρο στη γεν. εν. και στην αιτ. πληθ. και ανασυλλ. [tis-sk > tisk > tis-k] ]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κουτουρού [kutu’ru]

    κουτουρού [kutu’ru]: (επίρρ.) απερίσκεπτα, στην τύχη, χωρίς υπολογισμό ή προγραμματισμό: ‘Περπατούσε κουτουρού’. [τουρκ. götürü ‘με συνολική τιμή, με το σωρό΄ με αποηχηροπ. του αρχικού [g > k] αναλ. προς ουσ. με παρόμοια εναλλ.: γκαμήλα – καμήλα (η τροπή [y > u] ίσως μέσω βαλκανικής διαλέκτου, και υποχωρ. αφομ. του πρώτου φων. προς τα ακόλουθα)].

  • κούτουλας, ο [‘kutulas]

    κούτουλας, ο [‘kutulas]: πέτρινη λαξευμένη μικρή λεκάνη που χρησιμοποιείται στις βρύσες για να πίνουν νερό συνήθως τα ζώα. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o