Κατηγορία: Κ

  • καπνόγκεσα, η [ka’pnoɟesa]

    καπνόγκεσα, η [ka’pnoɟesa]: κατάμαυρη γίδα με καφέ πρόσωπο. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • καπονέρα, η [kapo’nera]

    καπονέρα, η [kapo’nera]: κοτέτσι για κλώσσες: ‘Άνοιξε την καπονέρα με τα κλωσσόπουλα’. [<βεν. caponera].

  • καπότα, η [ka’pota]

    καπότα, η [ka’pota]: μάλλινο χοντρό πανωφόρι, κάπα: ‘Έβαλε ο βοσκός την καπότα του’. [ιταλ. cappott(o) -α ‘παλτουδάκι ή καπελάκι γυναικείο΄]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • καπουράλος, ο [kapu’ralos]

    καπουράλος, ο [kapu’ralos]: ο δυνατός. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • καπρί, το [ka’pri]

    καπρί, το [ka’pri]: αγριογούρουνο. [μσν. καπρίν υποκορ. του αρχ. κάπρος ‘αγριογούρουνο΄].

  • καπροδόντης [kapro’ðondis]

    καπροδόντης, -α, -ικο [kapro’ðondis]: στραβοδόντης. [‘ίσως, κάπρος ‘χοίρος’ + δόντ(ι) –ης]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • καραβάνα, η [kara’vana]

    καραβάνα, η [kara’vana]: μεταλλικό σκεύος με λαβή, που χρησιμοποιείται για το συσσίτιο των στρατιωτών. [παλ. ιταλ. caravana ([-ravá-]) ‘υπηρεσία του νεοσύλλεκτου΄ με αλλ. της σημ. κατά το τουρκ. caravana ([-ráva-])].

  • καπνίζω [ka’pnizo]

    καπνίζω [ka’pnizo]: (μτφ.) νευριάζω: ‘Μη με καπνίζεις!’.

  • καπάρο, το [ka’paro]

    καπάρο, το [ka’paro]: χρηματικό ποσό που δίνεται ως εγγυητική προκαταβολή: ‘Έδωσε καπάρο για τα αρνιά’. [ιταλ. caparra θηλ. εν. που θεωρήθηκε ουδ. πληθ. ή παλ. ιταλ. caparro]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • καπινάου [kapi’nau]

    καπινάου [kapi’nau]: καπνίζω. [καπιν(ίζω) -άου]. Και: https://ilialang.gr/καπινίζω-kapinizo/

  • καντήλα, η [ka’ndila]

    καντήλα, η [ka’ndila]: α. φουσκάλα με υγρό που σχηματίζεται στο δέρμα. β. είδος λιχναριού. [< καντήλα < ελνστ. κανδήλα, κανδήλη (προφ. [nd] ) < λατ. candela, ίσως επειδή μπορεί να προξενήσει κάψιμο]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • καντινάτσο, το [kandi’natso]

    καντινάτσο, το [kandi’natso]: η σιδερένια κάσα της εξώπορτας. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • καντίνι, το [ka’ndini]

    καντίνι, το [ka’ndini]: α. η λεπτότερη χορδή ενός οργάνου. β. (μτφ.) για κπ. που είναι τέλειος, στην ‘πένα’. [βεν. cantin -ι]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • καταπιώνας, ο [kata’pçonas]

    καταπιώνας, ο [kata’pçonas]: λάρυγγας: ‘Έριξε μέσα στον καταπιώνα του ένα σκασμό φαί’. [καταπ(ίνω) -ιώνας].

  • καντάρι, το [ka’ndari]

    καντάρι, το [ka’ndari]: είδος ζυγού με τσιγκέλια. [τουρκ. kantar, αραβ. προέλ. μσν. καντάρι αντδ. < αραβ. qintār ‘βάρος εκατό μονάδων΄ -ι (με υποχωρ. αφομ. [i-a > a-a]) < μσν. κεντηνάριον ‘εκατό ουγγιές΄ < λατ. centenar(ium) -ιον]. Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • καμπωχιάρης, ο [kabo’çaris]

    καμπωχιάρης, ο [kabo’çaris]: σιωπηλός, μυστικοπαθής: ‘Τα μάσαγε τα λόγια του. Σάματις είναι καμπωχιάρης μου φαίνεται’.

  • κανάκια, τα [ka’naca]

    κανάκια, τα [ka’naca]: λεπτά πόδια [<αρχ. ουσ. καναχή (Ανδρ.) ή σχετ. με ιδιωμ. καννάκι ‘πήχυς των άνω άκρων’].

  • κανίστρα, η [ka’nistra]

    κανίστρα, η [ka’nistra]: το καλάθι που χρησιμοποιούσαν σε διάφορες τελετές (κηδεία ή γάμο). [κανίστρ(ι) -α < μσν. κανίστρι(ον) υποκορ. του αρχ. κάνιστρον]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o

  • κανονικό, το [kanoni’ko]

    κανονικό, το [kanoni’ko]: ετήσια εισφορά των επαρχιωτών στους ιερείς με σιτηρά και άλλα αγροτικά προϊόντα. [κανονικ(ός) -ο]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • κάνουλα, η [‘kanula]

    κάνουλα, η [‘kanula]: ξύλινη βρύση σε βαρέλι κρασιού. [μσν. κάνουλα αντδ. < υστλατ. cannula υποκορ. του canna].