Κατηγορία: Κ
-
καματεύω [kama’tevo]
καματεύω [kama’tevo]: οργώνω. [κάματ(ος) -εύω].
-
κούκλα, η [‘kukla]
κούκλα, η [‘kukla]: (μτφ.) το καλαμπόκι.
-
κλωγιόπουλο, το [klo’ʝopulo]
κλωγιόπουλο, το [klo’ʝopulo]: η κλώσσα. [κλώ(σσα) -γι- όπουλο].
-
κοπρολιά, η [kopro’ʎa]
κοπρολιά, η [kopro’ʎa]: είδος ελιάς. [κοπρ(ιά) -ο- ελιά].
-
κουτσούμπα, η [ku’tsumba]
κουτσούμπα, η [ku’tsumba]: ξερά μέρη που αφαιρούνται από τα δέντρα ή τα φυτά.
-
κουλουντριάζει [kulu’ndriazi]
κουλουντριάζει [kulu’ndriazi]: σβολιάζει ο χυλός.
-
κοκκολογιέται [kokolo’ʝete]
κοκκολογιέται [kokolo’ʝete]: κακαρίζει η κότα.
-
κοκόνα, η [ko’kona]
κοκόνα, η [ko’kona]: α. ως προσφώνηση, χαϊδευτικά, για γυναίκα και κυρίως κόρη: ‘Γεια σου κοκόνα μου’. β. (ειρ.) για γυναίκα μαθημένη στην άνεση και στην πολυτέλεια. [ρουμ. cocoăna].
-
κεραστής, ο [kera’stis]
κεραστής, ο [kera’stis]: αυτός που κερνάει, συνήθως κρασί. [κέρασ(α) -τής]. Όπως και: https://ilialang.gr/κερνατζής-κεραστής-ο/
-
κλαμάρω, η [kla’maro]
κλαμάρω, η [kla’maro]: (ειρων.) η καμαρωτή: ‘Κοίτα την κλαμάρω! Μη και πέσει η μύτη της, δεν σκύβει να την μαζώξει’.
-
καλιακούτσα, η [kaʎa’kutsa]
καλιακούτσα, η [kaʎa’kutsa]: μεταφορά παιδιού στους ώμους κάποιου. Και: https://ilialang.gr/καλικούτσα-ή-κούτσα/
-
καπινίζω [kapi’nizo]
καπινίζω [kapi’nizo]: καπνίζω. [καπ(ι)νίζω]. Και: https://ilialang.gr/καπινάου-καπινίζω-ρημ-καπνίζω/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
καρδάρι, το [kar’ðari]
καρδάρι, το [kar’ðari]: μεγάλο ξύλινο ή μεταλλικό κυλινδρικό δοχείο με δύο λαβές ή με μία ημικυκλική, όπου αρμέγουν το γάλα.[μσν. καρδάρι < καλδάριον (αφομ. [l-r > r-r] ) < μσνλατ. caldari(um) (< υστλατ. caldaria ‘δοχείο για βράσιμο΄) -ον]. Και: https://ilialang.gr/καρδάρα-η-karδara/
-
κλαπάφτης, ο [kla’paftis]
κλαπάφτης, ο [kla’paftis]: αυτός που έχει μεγάλα αυτιά. [κλάπ(α) + αυτ(ί) -ης]. Και: https://ilialang.gr/καρλαύφτης-ο/
-
καρούλι, το [ka’ruli]
καρούλι, το [ka’ruli]: (μτχ.) φουσκάλα με πύον. [μσν. καρούλι ‘τροχαλία΄ υποκορ. του αρχ. κάρ(υον) ‘σφαιρικό σώμα για τύλιγμα σκοινιού΄ -ούλι]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
κατσομαλλίδα, η [katsoma’liða]
κατσομαλλίδα, η [katsoma’liða]: ανατριχίλα: ‘Μου σηκώθηκε η κατσομμαλίδα’. [κατσ(ί) -ο- μαλλ(ί) -ίδα].
-
καυκάλα, η [kaf’kala]
καυκάλα, η [kaf’kala]: α. κρανίο, κεφάλι. β. το ξεροψημένο πάνω μέρος της πίτας ή του ψωμιού. γ. το όστρακο της χελώνας [<ουσ. καύκα ή ος ή ίον + κατάλ. αλον. Η λ. σε Σχολ. (LS). Ο τ. ο και σήμ.]. Και: https://ilialang.gr/καύκαλο/
-
καυκαλίδα, η [kafka’liða]
καυκαλίδα, η [kafka’liða]: εύγευστο αγριόχορτο. [καύκαλ(ο) + –ίδα ]. Και: https://ilialang.gr/καυκαλίθρα-καυκαλίδα-η-νόστιμο-αγρι/ Πηγή: https://www.antroni.gr/index.php/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
-
κολιτσάλι, το [koli’tsali]
κολιτσάλι, το [koli’tsali]: το άγκιστρο (γάντζος) του σαμαριού από το οποίο δένονται τα σχοινιά του φορτίου. Και: https://ilialang.gr/κολιτσάκι-το/
-
κορατσιάζω [kora’tsʝazo]
κορατσιάζω [kora’tsʝazo]: διψάω πολύ. Και: https://ilialang.gr/κορυζιάζω-ή-κορατσιάζω-διψάω-πολύ/ Και: https://ilialang.gr/κορακιάζω/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o