Κατηγορία: Ι

  • ισιάζω [i’sçazo]

    ισιάζω [i’sçazo]: α. ευθυγραμμίζω ή ισιώνω. β. κατευθύνομαι κάπου. γ. τακτοποιώ, διευθετώ, φτιάχνω κάτι, σουλουπώνω. δ. βελτιώνω, καλυτερεύω. στ. απειλώ. [μσν. ισιάζω < ίσι(ος) -άζω]. Και: https://ilialang.gr/σάζω-sazo/ Και: https://ilialang.gr/σιάζω-ή-ισιάζω-isxazo/

  • ίσκα, η [‘iska]

    ίσκα, η [‘iska]: α. εύφλεκτο υλικό (φιτίλι για τσακμάκι) που το παρασκεύαζαν, παλαιότερα, από ορισμένο μύκητα των δέντρων. εύφλεκτος μύκητας από τα δέντρα που τον χρησιμοποιούσαν για το άναμμα του τσιγάρου ή φωτιάς. Με το χτύπημα του πριόβολου (πυριόβολου) στην στουρναρόπετρα δημιουργούντο σπίθες. β. είδος παράσιτου σε δέντρα. [μσν. ίσκα < ελνστ. *ἤσκα (προφ.: [ε:ska] […]

  • ιδιανός [i’ðʝanos]

    ιδιανός, -ή, -ό [i’ðʝanos]: ο ίδιος. [ίδι(ος) -ανός]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ιδώματα, τα [i’ðomata]

    ιδώματα, τα [i’ðomata]: να βρεθεί το υποψήφιο ζευγάρι και να δει ο ένας τον άλλον (όρος που χρησιμοποιούσαν στα συνοικέσια). Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ινάτι, το [i’nati]

    ινάτι, το [i’nati]: πείσμα: ‘Tην έπιασε το ινάτη της’.  [< ινάτι με ανάπτ. [j] για αποφυγή της χασμ. σε συμπροφ. με το άρθρο: το-ινάτι > το-γινάτι] [τουρκ. inat -ι]. Και: https://ilialang.gr/γινάτι-το-jinati/ Και: https://ilialang.gr/γνάτι-το-γnati/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • ίγκλα, η [‘iŋgla]

    ίγκλα, η [‘iŋgla]: ο ιμάντας με τον οποίο δένεται το σαμάρι ή η σέλα στο σώμα του ζώου. ‘Λύθηκε η ίγκλα, γύρισε το σαμάρι’. [μσν. ίγκλα < γίγκλα (αποβ. του αρχικού [j] ανάμεσα σε δύο φων. κατά τη συμπροφ. με το άρθρο: τη γίγκλα, μία γίγκλα) < κίγκλα (αφομ. ηχηρ. προς το ακόλουθο [ŋg] ) […]