Κατηγορία: Θ
-
θελός [θe’los]
θελός, -η, -ο [θe’los]: θολός. [θολός με τροπή του ο σε ε]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
θελυκώνουμαι [θeli’konume]
θελυκώνουμαι [θeli’konume]: κουμπώνομαι. [θηλυκών(ω) -ουμαι με τροπή η σε ε]. Και: https://ilialang.gr/θηλυκώνω-θilikono-ομαι/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
θεμωνιά, η [θemo’ɲa]
θεμωνιά, η [θemo’ɲa]: σωρός από δεμάτια σιτηρών ή χόρτου ο οποίος, χάρη στο κατάλληλο σχήμα του και στη σωστή τοποθέτησή του, μπορεί να διατηρηθεί αρκετό χρονικό διάστημα στο ύπαιθρο, όλος ο σωρός των χερόβολων και δεματιών της καλλιέργειας των σταχιών: ‘Έστεκαν οι θεμωνιές στ’ αλώνι’. [μτγν. ουσ. θημωνιά]. Και: https://ilialang.gr/θημωνιά-η-θimoɲa/
-
θεμωνιάζω [θemo’ɲazo]
θεμωνιάζω [θemo’ɲazo]: κάνω τα δεμάτια των σιτηρών ή του χόρτου θημωνιά ή θημωνιές. [μσν. θημωνιάζω < θημωνι(ά) -άζω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
θεοβούνι, το [θeo’vuni]
θεοβούνι, το [θeo’vuni]: (μτφ.) το μεγάλο λιθάρι. [θε(ός) – ο – βουνί(ον)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
θάμα, το [‘θama]
θάμα, το [‘θama]: θαύμα. [αρχ. ουσ. θαύμα]. Και: https://ilialang.gr/θάγμα-θάμα-το/
-
θανατικό, το [θanati’ko]
θανατικό, το [θanati’ko]: το θανατικό: ‘Έπεσε θανατικό’. [μσν. θανατικόν ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. θανατικός]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
θάγμα, το [‘θαγma]
θάγμα, το [‘θaγma]: θαύμα. [αρχ. ουσ. θαύμα < θάγμα]. Και: https://ilialang.gr/θάμα-το/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
θαλπώνω [θa’lpono]
θαλπώνω [θa’lpono]: κουράζομαι από την πολλή συγκέντρωση σε ένα αντικείμενο. [αρχ. θαλπ(ώ) –ώνω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
θρούμπι, το [‘θrumbi]
θρούμπι, το [‘θrumbi]: α. το θυμάρι. β. το κάψιμο του φυτού: ‘Ο πάγος τα ‘κανε θρούμπι’ (τα έκαψε και τα κατέστρεψε). [αρχ. θύμβρα (προφ. [mb] ) > μσν. θρύμβη (μετάθ. του [r] και μεταπλ. -α > -η) > *θρούμβη ( [i > u] εξαιτίας των χειλ. [mb] ) > νεότ. ουδ. θρούμπι από την ακουστική […]
-
θρεφτάρι, το [θre’ftari]
θρεφτάρι, το [θre’ftari]: α. το καλοταϊσμένο ζώο το οποίο προορίζεται για σφάξιμο. β. (μτφ.) πολύ χοντρός άνθρωπος: ‘Αμ ετούτος είναι θρεφτάρι!’. [ελνστ. θρεπτάριον με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ].
-
θράσιος [‘θrascos]
θράσιος, -α, -ο [‘θrascos]: ο αδικοχαμένος: ‘Πήγε θράσιος αυτός’ (άδικα πέθανε). Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
θηλίκι, το [θi’liki]
θηλίκι, το [θi’liki]: α. η θηλιά. β. η κουμπότρυπα. [θηλ(ιά) -ίκι].
-
θέλημα, το [‘θelima]
θέλημα, το [‘θelima]: εξυπηρέτηση: ‘Θα μου κάνεις ένα θέλημα;’. [αρχ. θέλημα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i, Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
θαμπίζω [θa’mbizo]
θαμπίζω [θa’mbizo]: βλέπω λιγότερο. [θαμπ(ός) -ίζω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i, Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf