Κατηγορία: Θ

  • θαλά [θa’la]

    θαλά [θa’la]: θα ήθελα να: ‘Θαλά έρθω από το χωριό’. Και: https://ilialang.gr/θελά/

  • θημωνιά, η [θimo’ɲa]

    θημωνιά, η [θimo’ɲa]: σωρός από δεμάτια σιτηρών ή χόρτου ο οποίος, χάρη στο κατάλληλο σχήμα του και στη σωστή τοποθέτησή του, μπορεί να διατηρηθεί αρκετό χρονικό διάστημα στο ύπαιθρο, όλος ο σωρός των χερόβολων και δεματιών της καλλιέργειας των σταχιών: ‘Έστεκαν οι θεμωνιές στ’ αλώνι’. [μτγν. ουσ. θημωνιά]. Και: https://ilialang.gr/θεμωνιά-θημωνιά-η-θimona/ Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • θεμωνίστρα, η [θemo’nistra]

    θεμωνίστρα, η [θemo’nistra]: τόπος όπου μαζεύουν τα στάχυα.

  • θολομπούρα, η [θolo’bura]

    θολομπούρα, η [θolo’bura]: το θολό νερό. [θολ(ός) -ομπούρα].

  • θυμίαμα, το [θi’miama]

    θυμίαμα, το [θi’miama]: ρητινώδης αρωματική ουσία που, όταν καίγεται, παράγει μια χαρακτηριστική μυρωδιά και η οποία χρησιμοποιείται σε θρησκευτικές εκδηλώσεις· λιβάνι: ‘Άναψε το θυμίαμα και μύρισε το σπίτι’ και (μτφ.) ‘Δεν δίνει του διάβολου του θυμίαμα’ (για άνθρωπο τσιγκούνη και φιλάργυρο). [λόγ. < αρχ. θυμίαμα· αρχ. θυμίαμα, με αποφυγή της χασμ.].

  • θωρώ [θo’ro]

    θωρώ [θo’ro]: θεωρώ, βλέπω. [μσν. θωρώ < θιωρώ < αρχ. θεωρῶ ‘κοιτάζω, παρατηρώ΄ με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.].

  • θρουνίζουμαι [θru’nizume]

    θρουνίζουμαι [θru’nizume]: θρονίζομαι, στρογγυλοκάθομαι: “Κοίταξε που πήγε και θρονίστηκε’ (κάθισε σε θέση που δεν του ανήκε). [θρονι(ά)ζομαι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • θυγατέρα, η [θiγa’tera]

    θυγατέρα, η [θiγatera]: κόρη. [μσν. θυγατέρα < αρχ. θυγάτηρ, αιτ. -έρα]. Και: https://ilialang.gr/δυχατέρα-η-θυγατέρα/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • θυμητικό, το [θimiti’ko]

    θυμητικό, το [θimiti’ko]: η μνήμη: ‘Σε πρόδωσε το θυμητικό σου’. [μσν. θυμητικό ουδ. του επιθ. θυμητικός < θυμη- (θυμούμαι) -τικός]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • θρακοπούλι, το [θrako’puli]

    θρακοπούλι, το [θrako’puli]: το ψωμί στη θράκα. [θράκ(α) -ο- πουλί]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • θηλυκώνω [θili’kono]

    θηλυκώνω [θili’kono]: κουμπώνω. [μσν. θηλυκώνω < θηλύκ(ι) -ώνω]. Και: https://ilialang.gr/θελυκώνουμαι-κουμπώνομαι/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • θεριό, το [θe’rʝo]

    θεριό, το [θe’rʝo]: α. θηρίο. β. δυνατός. [μσν. θεριό < αρχ. θηρίον με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. και τροπή του άτ. [ir > er]]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • θεριστής, ο [θeri’stis]

    θεριστής, ο [θeri’stis]: α. αυτός που θερίζει με δρεπάνι. β. ο Ιούνιος [αρχ. θεριστής]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • θερμαίνομαι [θe’rmenome]

    θερμαίνομαι [θe’rmenome]: κρυώνω. [< αρχ. θερμαίν(ω) -ομαι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • θέρμη, η [‘θermi]

    θέρμη, η [‘θermi]: πυρετός. [αρχ. θέρμη]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • θηκάρι, το [θi’kari]

    θηκάρι, το [θi’kari]: θήκη ξίφους ή μαχαιριού. [μσν. θηκάρι(ν) < ελνστ. θηκάριον υποκορ. του αρχ. θήκ(η) -άριον > -άρι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • θηκιάζω [θi’cazo]

    θηκιάζω [θi’cazo]: τακτοποιώ: ‘Θηκιάζω τα άχυρα στο σακί’. [θήκ(η) -ιάζω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • θεριακωμένος [θerʝako’menos]

    θεριακωμένος, -η, -ο [θerʝako’menos]: πολύ δυνατός. [θερι(ό) –α- κ(αμ)ωμένος]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • θάμα, το [‘θama]

    θάμα, το [‘θama]: θαύμα. [αρχ. ουσ. θαύμα]. Και: https://ilialang.gr/θάγμα-θάμα-το/

  • θανατικό, το [θanati’ko]

    θανατικό, το [θanati’ko]: το θανατικό: ‘Έπεσε θανατικό’. [μσν. θανατικόν ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. θανατικός]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf