Κατηγορία: Ζ
-
ζόγκι, το [‘zogi]
ζόγκι, το [‘zogi]: το εξόγκωμα: ‘Έβγαλε ένα ζόγκι στο χέρι’.
-
ζέχνω [‘zexno]
ζέχνω [‘zexno]: μυρίζω άσχημα, βρωμάω. [< ζέ(νω) μεταπλ. -χνω με βάση το συνοπτ. θ. ζεξ- κατά το σχ.: δειξ- (έδειξα) – δείχνω].
-
ζερβός [ze’rvos]
ζερβός, -ή, -ό [ze’rvos]: ο αριστερόχειρας. [μσν. ζερβός < *ζαρβός (τροπή [a > e] ίσως από επίδρ. του [r] ) < *ζαβρός (μετάθ. του [r] ) <ζαβός (προσθήκη του [r] ίσως με επίδρ. του αριστερός)].
-
ζερβοκουτάλας, ο [zervoku’talas]
ζερβοκουτάλας, ο [zervoku’talas]: ο αριστερόχειρας. [ζερβ(ός) -ο- κουτάλ(α) -ας].
-
ζεμπίλι, το [ze’bili]
ζεμπίλι, το [ze’bili]: ψάθινο καλάθι με δυο χέρια. [τουρκ. zempil -ι].
-
ζεμπερέκι, το [zembe’reki]
ζεμπερέκι, το [zembe’reki]: εξωτερικό χερούλι του μηχανισμού της κλειδωνιάς. [τουρκ. zemberek -ι].
-
ζεματάω [zema’tao]
ζεματάω [zema’tao]: χτυπάω κάποιον. [ζέμ(α) -ατάω].
-
ζάπι, το [‘zapi]
ζάπι, το [‘zapi]: ευχή για να τελειώσει κτ. [μσν. ζάφτι < ζάπτι με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] < αραβ. dabt -ι ή τουρκ. zapt -ι].
-
ζαμπλαρίκος, ο [zambla’rikos]
ζαμπλαρίκος, ο [zambla’rikos]: ο τραχανάς.
-
ζαλιά, η [za’ʎa]
ζαλιά, η [za’ʎa]: το φορτίο στην πλάτη. [ζαλ(ώνω) –ια]. Όπως και: https://ilialang.gr/ζάλα-η/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf