Κατηγορία: Ζ
-
ζουκουτάω [zuku’tao]
ζουκουτάω [zuku’tao]: πιέζω. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ζουμπάς, ο [zu’mbas]
ζουμπάς, ο [zu’mbas]: α. μικρό βοηθητικό εργαλείο του χεριού, που το χτυπάμε με σφυρί πάνω σε μια επιφάνεια για να την τρυπήσουμε. β. (χλευ.) για πολύ κοντό άνθρωπο· κοντοστούπης. [τουρκ. zιmba -ς]. Και: https://ilialang.gr/στουμπάς-ο-stumbas/
-
ζουμπομαριά, η [zumboma’rʝa]
ζουμπομαριά, η [zumboma’rʝa]: καφέ μεγάλο βατράχι που περπατάει κυρίως.
-
ζουμπός [zu’mbos]
ζουμπός, -ή, -ό [zu’mbos]: ο καμπούρης. [τουρκ. zιmba -ος].
-
ζούνα, η [‘zuna]
ζούνα, η [‘zuna]: στην Φράση: ‘Ζούνα μου’ (παρακινώ ένα γουρούνι να έρθει κοντά μου).
-
ζογκιάζω [zo’ɟazo]
ζογκιάζω [zo’ɟazo]: δημιουργώ όγκους. [ζόγκ(ος) ‘όγκος’ -ιάζω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ζόγκος, ο [‘zongos]
ζόγκος, ο [‘zongos]: όγκος.
-
ζούδι, το [‘zuði]
ζούδι, το [‘zuði]: α. γενική ονομασία για πολύ μικρά ζώα ή ζωύφια. β. (μτφ., μειωτ. και περιφρονητικά) αδύναμος, ασήμαντος άνθρωπος, ο ακοινώνητος. [μσν. ζούδιον < ελνστ. ζῴδιον (αρχ. σημ.: δες ζώδιο), με τροπή [ο > u] αναλ. προς το υποκορ. επίθημα -ούδι(ον)]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ζευγάρι, το [ze’vγari]
ζευγάρι, το [ze’vγari]: για δύο ζώα που είναι ζεμένα μαζί. [μσν. ζευγάρι < ζευγάριν < αρχ. ζευγάριον (υποκορ. του ζεῦγος)]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf Και: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ζευγάς, ο [ze’vγas]
ζευγάς, ο [ze’vγas]: ο γεωργός που οργώνει με άροτρο· ζευγολάτης. [μσν. ζευγάς < ζεύγ(ος) ‘ζευγάρι βόδια΄ -άς].
-
ζευγολάτης, ο [zevγo’latis]
ζευγολάτης, ο [zevγo’latis]: ο γεωργός. [ζευγηλάτης < ζεῦγος + ἐλαύνω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ζευλώνω [ze’vlono]
ζευλώνω [ze’vlono]: προσαρμόζω σε ένα ζώο τα κατάλληλα εξαρτήματα, για να μπορέσει να σύρει αλέτρι ή άμαξα. [ζεύλ(α) -ώνω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ζήρης, ο [‘ziris]
ζήρης, ο [‘ziris]: το μικρό πουλερικό. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ζιλές, ο [zi’les]
ζιλές, ο [zi’les]: το πλεκτό πουλόβερ. [λόγ. < γαλλ. gilet < ισπαν. gileco < αραβ. jaleko (δες και γιλέκο)· ζιλέ -ς για προσαρμ. στο μορφολ. σύστημα της δημοτ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ζιούμπα, η [‘zʝumba]
ζιούμπα, η [‘zʝumba]: η καμπούρα. [τουρκ. zımba < περσική سمبه sumba]. Και: https://ilialang.gr/ζούμπα-η-zumba/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ζιπούνι, το [zi’puni]
ζιπούνι, το [zi’puni]: είδος λεπτού εσωρούχου για βρέφη· ζιπουνάκι. [μσν. ζιπούνιν < ζιπόνιν ( [ο > u] αναλ. προς το υποκορ. επίθημα -ούνι ή και από επίδρ. του χειλ. [p] ) < βεν. zipon -ιν (προφ. [dzipón] και πιο λαϊκή [zipón] )]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ζεβζέκης, ο [ze’vzekis]
ζεβζέκης, ο [ze’vzekis]: ο σκανταλιάρης. [τουρκ. zevzek ‘ανόητος’ -ης]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ζεματώ [zema’to]
ζεματώ [zema’to]: α. (μτφ.) χτυπάω κάποιον: ‘Κάτσε φρόνιμα γιατί θα σε ζεματίσω’. β. (στη Μ.Φ.) υποφέρω από το κατακράτημα ούρων ή γάλακτος: ‘Η γίδα ζεματίστηκε απ’ το πολύ γάλα’. [ζεματ(ίζω) μεταπλ. -ώ με βάση το συνοπτ. θ. ζεματισ-· μσν. ζεματίζω ‘βράζω΄ < ελνστ. ζεματ- (ζέμα) ‘βράσιμο΄ -ίζω].
-
ζερζέκι, το [ze’rzeki]
ζερζέκι, το [ze’rzeki]: α. έξυπνος, πανούργος. β. πειραχτήρι: ‘Τι ζερζέκι είναι αυτός’ (Πόσο πειραχτήρι είναι). Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ζάπισμα, το [‘zapizma]
ζάπισμα, το [‘zapizma]: χτύπημα. [ίσως, τουρκ. zâbit ‘αστυνομικό όργανο’ -ισμα].