Κατηγορία: Ε
-
ερμαδιακός [ermaðʝa’kos]
ερμαδιακός, -ιά, -ό [ermaðʝa’kos]: ο μοναχός. [μσν. ερημάδι(ον δες ρημάδι) -ακός και συγκ. του άτ. [i] κατά το έρμος].
-
εμπατή, η [eba’ti]
εμπατή, η [eba’ti]: η είσοδος: ‘Έμπα από την εμπατή’. [μσν. ἐμβατή (προφ. [mb] ) ουσιαστικοπ. θηλ. του ελνστ. επιθ. ἐμβατός (προφ. [mb] ) (πρβ. ελνστ. ἐμβατή ‘μπανιέρα΄)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
εδεπά [eðe’pa]
εδεπά [eðe’pa]: (επιρρ.) σε αυτό το σημείο, εδώ. [<επιφ. έδε + επίρρ. επά. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. κρητ.]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf