Κατηγορία: Ε
-
ετότενες [e’totenes]
ετότενες [e’totenes]: τότε. Και: https://ilialang.gr/ετότε-ετότενες/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
εφτού [e’ftu]
εφτού [e’ftu]: σε αυτό το μέρος. Και: https://ilialang.gr/εδεφτούλια-επιρ-το-ίδιο-με-το-εδευτού/ Και: https://ilialang.gr/εδεφτού/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ευτούνος [e’ftunos]
ευτούνος, -η, -ο [e’ftunos]: αυτός. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ευτουπάλια [eftu’paʎa]
ευτουπάλια [eftu’paʎa]: (επιρρ.) εκεί, εκεί πέρα. Και: https://ilialang.gr/ευτού/ Και: https://ilialang.gr/εδεφτού/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
έχει του, το [‘eçi tu]
έχει του, το [‘eçi tu]: έχει τον τρόπο του, δηλαδή έχει περιουσία: ‘Μην τον φοβάσαι αυτούνον. Έχει το έχει του!’. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
εψές [e’pses]
εψές [e’pses]: (επίρρ. χρον.) κατά το προηγούμενο από το σημερινό βράδυ, χθες το βράδυ. [αρχ. ὀψέ ‘αργά το βράδυ΄ > οψές > ψες κατά το χθες, χτες· οψές > εψές με υποχωρ. αφομ. [o-e > e-e] · αποβ. του τελικού [s] κατά τα πότε, κάποτε]. Και: https://ilialang.gr/ψες-pses-2/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ετώρα [e’tora]
ετώρα [e’tora]: (επιρρ.) τώρα.
-
έργος, ο [‘erγos]
έργος, ο [‘erγos]: αυτό που αναλογεί στον καθένα να σκάψει, να θερίσει κλ.π. [μτγν. ουσ. έργος (LS Suppl.)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ερμαίλα, η [e’rmela]
ερμαίλα, η [e’rmela]: η απομόνωση. [έρμ(ος) -αίλα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
ερμολόι, το [ermo’loi]
ερμολόι, το [ermo’loi]: χαμένο, έρημο: ‘Το ‘χασα το ερμολόι’. [<ουσ. ειρμός + λόγιον. Η λ. στο Du Cange και σήμ. (ο)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
έρριζα [‘eriza]
έρριζα [‘eriza]: (επιρρ.) κοντά στη ρίζα. [ρίζα]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
έσουρε [‘esure]
έσουρε [‘esure]: (μτφ.) ξεγλίστρησε, έφυγε στα κρυφά. [αορ. σούρνω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ετότε [e’tote]
ετότε [e’tote]: τότε. Και: https://ilialang.gr/ετότενες-etotenes/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
ετσίδα [e’tsiða]
ετσίδα [e’tsiða]: έτσι ακριβώς. [έτσι + (ε)δ(ώ)α]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
έργατα, τα [‘erγata]
έργατα, τα [‘erγata]: ξύλινη κατασκευή από ραβδιά για την τοποθέτηση άχυρων. [έργ(ο) -ατα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
επροχτές [epro’xtes]
επροχτές [epro’xtes]: προχθές.
-
έντριτο, το [‘edrito]
έντριτο, το [‘edrito]: δάνειο με τόκο. [<έκφρ. έν(α) τρίτο(ν) (πβ. Κατσουρός, ΕΜΑ 5, 1955, 55, κ.α.). Η λ. σε έγγρ. του 16. και 17. αι.]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
εξαποδώ, ο [eksapo’ðo]
εξαποδώ, ο [eksapo’ðo]: ονομασία του διαβόλου, η οποία χαρακτηρίζεται από ευφημιστική και αποτρεπτική διάθεση. [φρ. έξ(ω) από δω, όξ(ω) από δω]. Και: https://ilialang.gr/οξαποδός/ Και: https://ilialang.gr/οξαποδώ-ο-oksapodo/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
εξετάζω [ekse’tazo]
εξετάζω [ekse’tazo]: (μτφ.) είμαι προληπτικός. [εξετάζω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
εξηνταβελόνης, ο [eksindave’lonis]
εξηνταβελόνης, ο [eksindave’lonis]: ο τσιγκούνης, ο φιλάργυρος. [εξήντα + βελόν(α) -ης]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i