Κατηγορία: Δ
-
διάζω [‘ðjazo]
διάζω [‘ðʝazo]: φτιάχνω το διασίδι (στημόνι) για την ύφανση. [αρχ. διάγω].
-
διακονιαραίος, ο [ðjakoɲa’reos]
διακονιαραίος, ο [ðjakoɲa’reos]: αυτός που ζητάει από τον κόσμο μια μικρή βοήθεια, μια ελεημοσύνη για να ζήσει· ζητιάνος: [μσν. διακονιάρης < διακονι(ά) -άρης· διακονιάρ(ης) -αίος <ουσ. διακονία + κατάλ. άρης]. Και: https://ilialang.gr/διακονιάρης-ο/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
δεφτέρι, το [ðe’fteri]
δεφτέρι, το [ðe’fteri]: τετράδιο για σημείωση χρεών. [τουρκ. defter ‘τετράδιο’ -ι]. Και: https://ilialang.gr/τεφτέρι-το-tefteri/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
δηγάμαι [ði’γame]
δηγάμαι [ði’γame]: διηγούμαι.
-
δημοσά, η [ðimo’sa]
δημοσά, η [ðimo’sa]: δημόσιος (αμαξιτός) δρόμος, συνήθ. έξω από κατοικημένη περιοχή: ‘Κατέβηκαν τη δημοσά’ [μσν. δημοσία (ενν. οδός) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ., ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. δημόσιος]. Και: https://ilialang.gr/δεμοσιά-η/
-
δησαυρίζω [ðisa’vrizo]
δησαυρίζω [ðisa’vrizo]: θησαυρίζω. [θησαυρίζω με τροπή του θ σε δ]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
διάβα, το [‘ðjava]
διάβα, το [‘ðjava]: το πέρασμα [μσν. διάβα(ν) ουσιαστικοπ. προστ. του ρ. διαβαίνω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
διαβολεύω [ðjavo’levo]
διαβολεύω [ðjavo’levo]: (μτφ.) γρουσουζεύω. [διάβολ(ος) -εύω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
διαγκιά, η [ðja’ɟa]
διαγκιά, η [ðja’ɟa]: δαγκωνιά.
-
διαγουμίζω [ðʝaγu’mizo]
διαγουμίζω [ðʝaγu’mizo]: λεηλατώ, αρπάζω [μσν. διαγουμίζω < μσν. διαγουμ(άς) ‘διαγουμιστής΄ -ίζω < τουρκ. yağma -ς ‘λάφυρα, διαρπαγή΄ (από τα περσ.) με παρετυμ. δια- και ανάπτ. [u] από επίδρ. του υπερ. [γ] και του χειλ. [m] ]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
δεματιάζω [ðema’tçazo]
δεματιάζω [ðema’tçazo]: κάνω δεμάτια, δένω σε δεμάτια: ‘Δεματιάσαμε τα ξύλα’. [μσν. δεματιάζω < δεμάτ(ι) -ιάζω]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
δεματικό, το [ðemati’ko]
δεματικό, το [ðemati’ko]: τα στάχυα που δένουν τα χερόβολα: ‘Λύσε τα δεματικά να τα βάλουμε στην αποθήκη’. [ουδ. επίθ. δεματικόν (σχοινίον, Γλωσσάρ., Du Cange, λ. δεμάτι) <ουσ. δέμα + κατάλ. ικό(ν), ως ουσ]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
δεμοσιά, η [ðemo’sça]
δεμοσιά, η [ðemo’sça]: δημόσιος δρόμος. [μσν. δημοσία (ενν. οδός) με συνίζ. για αποφυγή της χασμ., ουσιαστικοπ. θηλ. του αρχ. επιθ. δημόσιος]. Και: https://ilialang.gr/δημοσιά-η-δimosxa/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
δέντρο, το [‘ðendro]
δέντρο, το [‘ðendro]: η βελανιδιά. [μσν. δέντρο(ν) < αρχ. δένδρον]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
δεντρογαλιά, η [ðendroγa’ʎa]
δεντρογαλιά, η [ðendroγa’ʎa]: μικρό, ακίνδυνο δενδρόβιο φίδι. [δέντρ(ο) -ο- + (;)]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
δαύτος [‘ðaftos]
δαύτος, -η, -ο [‘ðaftos]: (αντων. προσ.) αυτός εδώ: ‘Tι περιμένεις από δαύτον;’ [μσν. δαύτος < εδαύτος με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < έδ(ε) ‘να!΄ (< αρχ. ἴδε) + αύτος (συμφυρ. αρχ. αὐτός + αρχ. οyτος)]. Και: https://ilialang.gr/εδαύτος/
-
δαχτυλιάζω [ðaxti’ʎazo]
δαχτυλιάζω [ðaxti’ʎazo]: αφήνω αποτύπωμα δαχτύλου. [δάχτυλ(ο) –ιάζω]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
δείλι, το [‘ðili]
δείλι, το [‘ðili]: το δειλινό. [αρχ. δείλη ἡ μεταπλ. σε ουδ. κατά τη λ. βράδυ από σύμπτωση της προφοράς των η και ι].
-
δαγκουνιά, η [ðaŋgu’ɲa]
δαγκουνιά, η [ðaŋgu’ɲa]: δαγκωματιά. [δαγκών(ω) -ιά]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
δαγκάνω [ða’ŋgano]
δαγκάνω [ða’ŋgano]: δαγκώνω. [ελνστ. δαγκάνω < αρχ. δάκνω, με βάση τον αόρ. ἔδακον και ηχηροπ. του μεσοφ. [k])].