Κατηγορία: Δ

  • δραγουμάνος, ο [ðraγu’manos]

    δραγουμάνος, ο [ðraγu’manos]: ο άρχοντας, ο αγγελιοφόρος, το αφεντικό. [<αραβ. tarğumān -ος (Kahane, GR II 18)· πβ. ιταλ. dragomanno – βεν. dragoman. Ο τ. τζουρτζ <αραβ. turjuman (Καραποτόσογλου 1983: 402)· πβ. ιταλ. turcimanno. Η λ. στο Meursius (λ. δραγόμενοι), στο LBG και σήμ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • δράμι, το [‘ðrami]

    δράμι, το [‘ðrami]: παλαιότερη μονάδα βάρους, το ένα τετρακοσιοστό (1/400) της οκάς. [αντδ. < μσν. δράμι(ον) < αραβ. dirhem ( [-ém] ) με μετάθ. του [r], κατά τη σημ. του τουρκ. dirhem ( [-ém], μετακ. τόνου;) < αρχ. δραχμή ‘μικρή μονάδα βάρους, δραχμή΄]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • δραπέτσι, το [ðra’peʃi]

    δραπέτσι, το [ðra’peʃi]: πολύ δυνατό ξύδι. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • δρασκελιά, η [ðraske’ʎa]

    δρασκελιά, η [ðraske’ʎa]: βήμα με μεγάλο άνοιγμα των σκελών, ανοιχτό βήμα. [δρασκελ(ώ) -ιά]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • δισάκια, τα [ði’saca]

    δισάκια, τα [ði’saca]: υφαντοί ενωμένοι σάκοι που κρεμούσαν στον ώμο για την σπορά με τα δύο χέρια. [δισάκιον το· δισάκι· δισάκιν ‘Διπλός σάκος, ταγάρι’ < μτγν. ουσ. δισάκκιον. Ο τ. ι στο Meursius (λ. ιον) και σήμ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • δίστρατο, το [‘ðistrato]

    δίστρατο, το [‘ðistrato]: το σημείο όπου διχάζεται ένας δρόμος ή όπου συναντιούνται δύο δρόμοι. [μσν. δίστρατον < δι- + στράτ(α) -ον]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • διφόρια, τα [ðiforʝa]

    διφόρια, τα [ði’forʝa]: δέντρα που καρποφορούν δύο φορές το χρόνο [αρχ. επίθ. δίφορος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • δίπλατα, τα [‘ðiplata]

    δίπλατα, τα [‘ðiplata]: ωμοπλάτη, πλευρά. [δι + πλάτ(η) -α]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • διάτανος, ο [‘ðʝatanos]

    διάτανος, ο [‘ðʝatanos]: διάβολος, σε ηπιότερη εκφορά, κυρίως στις εκφράσεις: ‘Άι/Σύρε στο διάτανο’. [συμφυρ. των διά(βολ)ος + (σα)ταν(άς) -ος].

  • διβολίζω [ðivo’lizo]

    διβολίζω [ðivo’lizo]: οργώνω για δεύτερη φορά κάθετα ως προς την πρώτη φορά. [δύο + βολίζω < βολώ < βάλλω]. Και: https://ilialang.gr/διβολίζω-και-διαβολάω-οργώνω-για-δεύτ/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • διαβολάω [ðiavo’lao]

    διαβολάω [ðiavo’lao]: οργώνω για δεύτερη φορά κάθετα ως προς την πρώτη φορά. [δύο + βολ(ίζω) -άω < βολώ < βάλλω]. Και: https://ilialang.gr/διβολίζω/

  • δικολάβος, ο [ðiko’lavos]

    δικολάβος, ο [ðiko’lavos]: πρακτικός δικηγόρος που ασκούσε το επάγγελμά του μόνο στα κατώτερα δικαστήρια. [λόγ. < μσν. δικολάβος ‘που αναλαμβάνει διεξαγωγή δίκης΄ < δίκ(η) -ο- + -λάβος (θ. συγγ. του ρ. λαμβάνω) κατά το εργολάβος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • δικριάνι, το [ði’krʝani]

    δικριάνι, το [ði’krʝani]: διχαλωτό γεωργικό εργαλείο, κατάλληλο για το λίχνισμα των σιτηρών. ΦΡ περνώ από τα καυδιανά* δίκρανα. [μσν. δικράνιν υποκορ. του δίκραν(ον) -ι(ο)ν· ελνστ. δίκρανον (αρχ. δίκρανος ‘δικέφαλος΄)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • δίμιτο, το [‘ðimito]

    δίμιτο, το [‘ðimito]: με διπλό μιτάρι. [<δι + ουσ. μίτος. Η λ. στον Ησύχ. (LBG), σε σχόλ. και Γλωσσάρ. (DGE) και σήμ. ιδιωμ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • διμούτσουνος [ði’mutsunos]

    διμούτσουνος, -η, -ο [ði’mutsunos]: διπρόσωπος. [δι- + μούτσουνο(ν) < ιταλ. musone· πβ. μουσούνα. Η λ. (ον) στο Meursius (τζοννον) στο Βλάχ. (τζ) και σήμ. (ο)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf

  • διπλάρι, το [ði’plari]

    διπλάρι, το [ði’plari]: τα δίδυμα ζώα. [διπλ(ός) -άρι]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • διασουρίζω [ðʝasu’rizo]

    διασουρίζω [ðʝasu’rizo]: γυρνώ από δω και από εκεί άσκοπα. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • διάστρα, η [‘ðʝastra]

    διάστρα, η [‘ðʝastra]: εργαλείο με το οποίο το στημόνι τοποθετείται στο αντί του αργαλειού. [διασ- (διάζομαι δες στο διασίδι) -τρα]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • διακονιαραίος, ο [ðjakoɲa’reos]

    διακονιαραίος, ο [ðjakoɲa’reos]: αυτός που ζητάει από τον κόσμο μια μικρή βοήθεια, μια ελεημοσύνη για να ζήσει· ζητιάνος: [μσν. διακονιάρης < διακονι(ά) -άρης· διακονιάρ(ης) -αίος <ουσ. διακονία + κατάλ. άρης]. Και: https://ilialang.gr/διακονιάρης-ο/ Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i

  • διάλεμα, το [‘ðjalema]

    διάλεμα, το [‘ðjalema]: το ξεχώρισμα [μσν. διάλεγμα < διαλεκ- (διαλέγω) -μα με αφομ. ηχηρ. [km > γm] ].