Κατηγορία: Δ
-
δεντροβέλι, το [ðendro’veli]
δεντροβέλι, το [ðendro’veli]: ονομασία καρπού δέντρου. [δέντρο + βέλι].
-
δούγα, η [‘ðuγa]
δούγα, η [‘ðuγa]: κυρτή σανίδα βαρελιού, βαρελοσάνιδο [<βεν. – ιταλ. doga]. Και: https://ilialang.gr/δόγα-δούγα-η/
-
δρόλαπας, ο [‘ðrolapas]
δρόλαπας, ο [‘ðrolapas]: ραγδαία βροχή με δυνατό άνεμο· ανεμοβρόχι. [μσν.(;) *υδρολαίλαψ, αιτ. -απα & υποκορ. *υδρολαιλάπιον με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και απλολ. [lela > la] < αρχ. ὑδρο- + λαῖλαψ = λαίλαπα]. Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
διόνιστρο, το [‘ðʝonistro]
διόνιστρο, το [‘ðʝonistro]: το τελάρο για να στραγγίζεται το τυρί.
-
διπλάρα, η [ði’plara]
διπλάρα, η [ði’plara]: προβατίνα που έχει δυο αρνιά. [< διπλ(ός) -αρα].
-
δροτσίλα, η [ðro’tsila]
δροτσίλα, η [ðro’tsila]: εξάνθημα το οποίο προκαλείται από τον ιδρώτα. [αρχ. ουσ. ιδρώς]. https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
δρυμός [ðri’mos]
δρυμός, ή, ό [ðri’mos]: σκληρός, καυστικός [λόγ. < αρχ. δρυμός]. https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
δυναμάρι, το [ðina’mari]
δυναμάρι, το [ðina’mari]: στήριγμα, υποστήριγμα [μσν. δυναμάρι(ν) < δύναμ(η) -άρι απόδ. ιταλ. fortezza]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
δυχατέρα, η [ðixa’tera]
δυχατέρα, η [ðixa’tera]: θυγατέρα. [μσν. θυγατέρα με τροπή θ σε δ και γ σε χ]. Και: https://ilialang.gr/θυγατέρα-η-θiγatera/ Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
δώθε [‘ðoθe]
δώθε [‘ðoθe]: (επιρρ.) από εδώ. [μσν. δώθε < μσν. εδώθε με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εδώ -θε]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
δρεπάνι, το [ðre’pani]
δρεπάνι, το [ðre’pani]: γεωργικό εργαλείο που αποτελείται από μία κοντή ξύλινη λαβή, όπου είναι προσαρμοσμένη μία στενή και ημικυκλική ατσάλινη λεπίδα, και που το χρησιμοποιούν, κρατώντας το με το ένα χέρι, για να κόβουν δημητριακά ή χόρτα. [μσν. δρεπάνι(ν) < ελνστ. δρεπάνιον υποκορ. του αρχ. δρέπανον]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
δριμόκωλα [ðri’mokola]
δριμόκωλα [ðri’mokola]: (επιρρ.) στενάχωρα, πολύ δύσκολα. [πιθ. < επίθ. δριμ(ύς) -ο- κώλ(ος) -α]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
δριμονίζω [ðrimo’nizo]
δριμονίζω [ðrimo’nizo]: κοσκινίζω [δριμόνι ‘κόσκινο μεγάλο με φαρδιές τρύπες’ -ίζω].
-
δρολάπι, το [ðro’lapi]
δρολάπι, το [ðro’lapi]: ραγδαία βροχή με δυνατό άνεμο· ανεμοβρόχι. [μσν.(;) *υδρολαίλαψ, αιτ. -απα & υποκορ. *υδρολαιλάπιον με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και απλολ. [lela > la] < αρχ. ὑδρο- + λαῖλαψ = λαίλαπα]. Βλ. επίσης: https://ilialang.gr/wp-admin/post.php?post=14161&action=edit
-
δρομόνι, το [ðro’moni]
δρομόνι, το [ðro’moni]: κόσκινο μεγάλο με φαρδιές τρύπες. [πιθ. σχετ. με το ουσ. δρομώνιον (10. αι., LBG) <ουσ. δρόμων (ορθότ. γρ. ώνι)· πβ. Ανδρ. και Δαγκ., λ. δερμόνι. Ο τ. κ.ά., καθώς και η λ. (Du Cange, Somav., λ. ώνι), και σήμ. ιδιωμ. (Δαγκ.)].
-
δισάκια, τα [ði’saca]
δισάκια, τα [ði’saca]: υφαντοί ενωμένοι σάκοι που κρεμούσαν στον ώμο για την σπορά με τα δύο χέρια. [δισάκιον το· δισάκι· δισάκιν ‘Διπλός σάκος, ταγάρι’ < μτγν. ουσ. δισάκκιον. Ο τ. ι στο Meursius (λ. ιον) και σήμ.]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
δίστρατο, το [‘ðistrato]
δίστρατο, το [‘ðistrato]: το σημείο όπου διχάζεται ένας δρόμος ή όπου συναντιούνται δύο δρόμοι. [μσν. δίστρατον < δι- + στράτ(α) -ον]. Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
διφόρια, τα [ðiforʝa]
διφόρια, τα [ði’forʝa]: δέντρα που καρποφορούν δύο φορές το χρόνο [αρχ. επίθ. δίφορος]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i
-
διχάλα, η [δi’xala]
διχάλα, η [δi’xala]: ξύλο που στη μία άκρη του χωρίζεται στα δύο, σε σχήμα κεφαλαίου ύψιλον (Y). [αρχ. (δωρ. διάλ.) διχάλα ‘το χώρισμα των μηρών΄ (επίθ. δίχηλος ‘με δύο χηλές΄)]. Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i Και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf
-
δόγα, η [‘ðoγa]
δόγα, η [‘ðoγa]: κυρτή σανίδα βαρελιού, βαρελοσάνιδο [<βεν. – ιταλ. doga]. Και: https://ilialang.gr/δούγα-η-duγa/ Πηγή: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/954-lekseis-pou-xanontai-a-i